Δεν ήξερα πως να τα πω εγώ. Η Μάτα ήταν μια σκυλίτσα που αγαπήσαμε πολύ. Αλλά τι ξέρουμε εμείς; Άνθρωποι είμαστε, δεν τα βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι. Βγήκα λοιπόν στη γειτονιά να ρωτήσω. Να τους πω τα μαντάτα και να μου πούνε πως ήταν πραγματικά το μικρό άσπρο σκυλί μας.
Βγαίνοντας από την πόρτα συνάντησα την γάτα που μας έχει κατσικωθεί εδώ και κάτι μήνες. Έχουν μείνει δυο γατάκια της ακόμα να φύγουν σε άλλο σπίτι σύντομα.
“Η Μάτα; Ναι, φαινόταν ότι δεν πήγαινε καλά από υγεία. Βασικά δεν με έβλεπε αν δεν κουνιόμουν. Έξυπνη βέβαια, μου έστηνε παγίδες κι ας μην έβλεπε. Και γρήγορη.” Η γάτα έφυγε να πιάσε κάνα ποντίκι στο κοτέτσι. Παλιά η Μάτα έπιανε αρουραίους και τους έπνιγε. Μεγάλο ταλέντο. Τους μύριζε ακόμα και μέσα σε θάμνους.
Κατέβηκα στην εξώπορτα, πέρασα απέναντι στο δρομάκι του δάσους. 2-3 γάτες πάντα εκεί, συνήθως μια από όλες στεκόταν επίτηδες με τρόπο να την κυνηγήσει η σκυλίτσα μας. ΄Ώρα κοιτιόντουσαν, μετά έτρεχε η Μάτα και η γάτα έμπαινε στον φράχτη. Κλασσικό παιχνίδι.
“Πέθανε; Κρίμα ρε, με ποιον θα παίζω τώρα; Ο απέναντι σκύλος είναι μέσα πάντα και απλά γαυγίζει.”
Συνέχισα. Στη γωνία ο πανέμορφος μαύρος Σίμπα με τα γαλάζια μάτια. Έπαιζαν κανονικά κρυφτό με αυτόν και διάφορες μορφές κυνηγητού. Μεγάλη μεν η Μάτα αλλά είχε σουξέ σε όλα τα τεκνά. Ο Σϊμπα δεν είπε κάτι. Ή δεν το κατάλαβε ή δεν ήθελε να δείξει ότι συγκινήθηκε. Πιο πάνω τα τρία σκυλιά που πάνε πάντα μαζί και ενίοτε με έναν συμπαθητικό γεράκο τα πρωινά. Δεν είμαι σίγουρος ποιος πάει βόλτα ποιόν.
“Η Μάτα; Δεν το πιστεύω! Μέχρι και πριν λίγους μήνες την πετυχαίναμε στο βουνό. 5-6 χιλιόμετρα τα έτρεχε για πλάκα!”
Ζόρικο σκυλί. Την είχα δει μπροστά μου να σκοτώνει οχιά. Έτρεχε από διάφορες μεριές και το δάγκωνε χαμηλά στο σώμα του πριν προλάβει να γυρίσει. Μια άλλη φορά είχε μείνει κατά λάθος ατάιστη στα Κιούρκα και πήγε μόνη της Μαλακάσα. Ευτυχώς είχε τηλέφωνο στο λουρί της. Την είχα δει να σκαρφαλώνει δέντρο (για γάτα βέβαια!) αγκαλιάζοντάς το σαν άνθρωπος από το πάθος της. Έφτασε αρκετά ψηλά. Για γάτα είχε ανέβει σχεδόν κάθετο βράχο και πηδώντας από ψηλά μετά στην καταδίωξη στούκαρε με το πηγούνι κάτω. Αλλά συνέχισε.
Πάντα συνέχιζε. Πάντα επέμενε με τον γλυκό της τρόπο. Μπορούσε να κάτσει ακίνητη μισή ώρα περιμένοντας ένα χάδι με αυτό το γλυκό της μουσούδι εκεί σταθερά. Την ξεχνούσες ότι υπήρχε. Αλλά δεν θα ξεχάσουμε ότι υπήρξε.