‘Μαμά μου,
Καθώς γράφω αυτό το κείμενο η ματιά μου πέφτει στην κορνίζα που έχω πλάι στο γραφείο μου. Χαζεύω μια φωτογραφία μας, τότε που ήμουν πολύ μικρή… με πόση λατρεία με κρατούσες στην αγκαλιά σου. Πόσο ήρεμη κι ευχαριστημένη, πόσο ασφαλής ένιωθα εκεί…
Μου έρχονται στο νου τα τραγούδια που μου μάθαινες, οι ιστορίες που μου έλεγες και τα βράδια που ξενυχτούσες στο προσκεφάλι μου όταν ήμουν άρρωστη. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, σχεδόν τριάντα πέντε, κι έχουμε περάσει τόσα πολλά… Πράγματα που μας έδεσαν κι άλλα τόσα που μας χώρισαν. Πράγματα που μοιραστήκαμε κι άλλα τόσα που σου κράτησα κρυφά, από ανασφάλεια ή υπερπροστατευτικότητα, από φόβο…
Πόσο θα’θελα να με ξανάκλεινες στην αγκαλιά σου, να κλάψω εκεί, μέχρι να λυτρωθώ και να ξανασταθώ στα πόδια μου ξαναγεννημένη… μα δε θα το κάνω. Είναι καλύτερα έτσι… Δεν θέλω να ταράξω την εύθραυστη υγεία σου, δε θέλω να σε στεναχωρήσω, μη μου πάθεις τίποτα… άσε θα το σηκώσω κι αυτό το βάρος.
Όχι καλύτερα να μην το κάνω. Δεν αντέχω να μου επαναλάβεις για μια ακόμα φορά ότι απέτυχα, γιατί δεν σε άκουσα. Ότι δεν τα κατάφερα γιατί δεν ακολούθησα τις επιλογές σου… Δεν θέλω ένα ακόμα ‘στα’λεγα εγώ.’ Δεν αντέχω να βλέπω στα μάτια σου την απόρριψη. Κι όμως με αγαπάς, το ξέρω! Μα δεν το νιώθω…
Είμαι το μοναχοπαίδι σου, κι αυτό από μόνο του ήταν βαρύ φορτίο για να το κουβαλάω! Έπρεπε να είμαι το ‘καλό παιδί’, η άριστη μαθήτρια, η υποδειγματική και υπάκουη κόρη που δε θα σου χάλαγε ποτέ χατήρι. Ήμουν η συνέχειά σου κι εκείνη που θα έπρεπε να πραγματοποιήσει όσα εσύ δεν κατάφερες να κάνεις! Υπήρξαν πολλές οι φορές που ενστερνίστηκα τα δικά σου ‘θέλω’ και έκανα δικές μου τις δικές σου αποφάσεις…
Πονάει να μην σε έχω δίπλα μου σαν φίλη, σαν συμπαραστάτρια. Πονάει να σε έχω απέναντί μου αδέκαστο κριτή. Κι όμως με αγαπάς, το ξέρω. Μα δεν το νιώθω…
Μεγάλωσα, μα δεν το κατάλαβες ποτέ. Θες ακόμα να με ελέγχεις, θες ακόμα να παρεμβαίνεις στη ζωή μου, θες ακόμα ο τελευταίος λόγος να είναι ο δικός σου. Μα δες με, στέκομαι απέναντί σου, μια νέα γυναίκα, που ανακαλύπτει την ταυτότητά της, που θέλει να κάνει μια νέα αρχή, να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί, να πέσει και να ξανασηκωθεί. Δες με! Έχω κάνει λάθη και ναι θα κάνω κι άλλα μέχρι να μάθω και να δω τι μου ταιριάζει. Μη με κρίνεις, μη με συγκρίνεις. Δες με όπως είμαι κι όχι όπως θα’ θελες εσύ να είμαι.
Κι όμως με αγαπάς, το ξέρω. Μα δεν το νιώθω…’
Πόσο ιδιαίτερη και απαιτητική είναι η σχέση μιας μάνας με την κόρη της; Πόσο έντονη και πλημμυρισμένη από αντιφατικά συναισθήματα; Είναι μια σχέση αγάπης ή κόντρας; Σίγουρα η σχέση μας με τη μαμά μας δεν είναι ουδέτερη, είναι, όμως πολύ ιδιαίτερη.
Πολλές φορές στη σχέση μιας μάνας με την κόρη της υπάρχουν αντιδικίες, κόντρες και απογοητεύσεις. Από την μια, για τη μητέρα η κόρη δε μεγαλώνει σχεδόν ποτέ και η ίδια θέλει πάντα να την προστατεύει. Ίσως η μητέρα να βλέπει και την κόρη ως συνέχειά της, ως το άτομο που θα εκπληρώσει τα όνειρα και τις επιθυμίες που δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει η ίδια. Κι από την άλλη η κόρη έχει ανάγκη από τη μητέρα της, να είναι δίπλα της αλλά ταυτόχρονα θέλει να αναπτύξει τη δική της προσωπικότητα.
Οι προθέσεις των μαμάδων είναι πάντα οι καλύτερες. Ωστόσο, οι προθέσεις αυτές μπορεί να φέρουν αντιπαραθέσεις όταν οι μαμάδες γίνονται πιεστικές και υπερπροστατευτικές. Αν η μητέρα προσπαθεί να επιβάλλεται στην κόρη της, αν είναι συνεχώς επικριτική για τις επιλογές της κόρης της ή αδιάφορη όσον αφορά τα ενδιαφέροντα της κόρης της, τότε αυτό θα επιφέρει προβλήματα στη σχέση των δύο. Η καταπίεση μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα η κόρη να αψηφά επιδεικτικά τις συμβουλές της μητέρας της. Να κάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που της υπαγορεύει η μητέρα της, έστω κι αν είναι επιζήμιο για την ίδια. Η αδιαφορία από την άλλη, μπορεί να προκαλέσει στην κόρη ανασφάλεια και αβεβαιότητα και θα την ωθήσει να βρει κάποιο άλλο στήριγμα, αυτό της θείας ή της καλής φίλης. Δε θα είναι, όμως, ίδιο με το στήριγμα της ίδιας της μάνας.
Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό η μητέρα να στέκεται δίπλα στην κόρη της και να την βοηθήσει να διαμορφώσει την προσωπικότητά της ως αυτόνομο άτομο κι όχι ως προέκταση του ίδιου της του εαυτού. Η μητέρα χρειάζεται να είναι και μάνα και φίλη και συμπαραστάτρια της κόρης της. Χρειάζεται να ακούει την κόρη της, να τη συμβουλεύει αλλά όχι να παρεμβαίνει και να της υποδεικνύει ποια είναι η σωστή απόφαση. Η μητέρα στηρίζει την κόρη να πετύχει τα δικά της όνειρα, ακόμα κι αν η ίδια η μητέρα δεν είχε φανταστεί ή σκεφτεί κάτι παρόμοιο για τον εαυτό της. Ακόμα και στην περίπτωση που η μαμά δε συμφωνεί με τις επιλογές της κόρης της, η αγκαλιά της χρειάζεται να είναι πάντα ανοιχτή για την κόρη της και η ίδια η κόρη χρειάζεται να το γνωρίζει αυτό. Ο φόβος, ο ανταγωνισμός, η επίκριση δεν έχουν χώρο σε μια τόσο ιδιαίτερη σχέση!
Για όλες εμάς που γίναμε μαμάδες κι έχουμε κόρες, ας σταθούμε ένα λεπτό κι ας σκεφτούμε πόσο κοντά τους είμαστε… Κι όσα μας πλήγωσαν στη σχέση με τη δική μας μητέρα ας μην τα αναπαράγουμε με τη σειρά μας. Ας κάνουμε μια νέα αρχή που θα στηρίζεται στην αστείρευτη αγάπη και την εμπιστοσύνη!