Στο πρώτο ραντεβού παράγγειλε μια σαλάτα. Στο δεύτερο τρία κιλά παϊδάκια, δυο πατάτες, τρία κολοκυθάκια τηγανητά και τζατζίκι. Με το τζατζίκι συμφώνησα κι εγώ. Πήρα και μια φέτα γιατί νόμιζα θα περισσέψουν πατάτες. Είχα άδικο. Αυτή η κοπέλα αν είχε πέντε χωριάτικες μπροστά της και της ζητούσες λίγη τομάτα, ε, πάλι πέντε χωριάτικες θα είχε μπροστά της. Μέχρι που τις εξαφάνιζε η ίδια.
Χτύπησε το κινητό. Έχει ένα σύστημα αυτό το τηλέφωνο που κάπως ξέρει αν είναι τηλεμάρκετινγκ η κλήση, κοκκινίζει ολόκληρο και βγάζει ένα θαυμαστικό. Αλλά τώρα χρειαζόμουν βοήθεια, σηκώθηκα από το τραπέζι και απάντησα με χαμόγελο:
“Για πείτε μου ρε παιδιά για το Forex, ακούγεται συναρπαστικό!” Όπως περπατούσα προς το μπαλκόνι της ταβέρνας ξανακοίταξα το ραντεβού μου. Που διάολο βάζει τόσο φαγητό, πετσί και κόκαλο η άτιμη, στις τρομακτικές ταινίες βάζουν σκελετούς, κάτι ξέρουν, αν και αντικειμενικά αν πεταγόταν από τάφο άνθρωπος και με πλήρες μυικό σύστημα θα ήταν πολύ πιο φρίκη ως εικόνα.
-Πόσα περίπου θέλετε να επενδύσετε; επέμενε στο τηλέφωνο ο τελεμαρκετινίστας.
“Α, ναι, ακούστε, εγώ είμαι συγγραφέας και ποιητής. Μέχρι δώδεκα χρονών δεν ήξερα ότι μπορούσε να είναι επάγγελμα αυτό. Τώρα που έφτασα τα πενήντα κατάλαβα ότι δεν μπορεί να είναι επάγγελμα αυτό.”
-Δηλαδή;
“Όταν είσαι δώδεκα χρονών πέφτεις από τον τρίτο όροφο στον δρόμο και σηκώνεσαι να πας σχολείο σα να μην έγινε τίποτα. Σήμερα στραβοκούμπωσα το παντελόνι το πρωί και ακόμα δεν έχει συνέλθει η μέση μου.”
-Δηλαδή;
“Δηλαδή δεν έχω λεφτά, αλλά τώρα που την κοιτάω απεδώ την αδυνατούλα που βγήκαμε ραντεβού νομίζω θα ξαναπροσπαθήσω να χωθώ.” Αν κάποιος φίλος σου πει ότι δεν ξέρει μπάνιο, μην επιμένεις, μπορεί να είναι ρομπότ και να σκουριάσει όταν πέσει στο νερό. Καλύτερα μην ξέρει ότι το ξέρεις, μετά ίσως σε σκοτώσει αντί να σου φέρει τον καφέ μια μέρα. Του το΄κλεισα στη μούρη και γύρισα με χαμόγελο και πολύ μπίζνες ύφος.
“Συγνώμη, ξέρεις, δουλειά….” Σήκωσε τις ματάρες της από το πιάτο με τα παϊδάκια σαν αγελάδα που τσεκάρει το χωράφι για αντιπάλους που θα της φάνε το χορτάρι που βρήκε.
“Οκ Google…”
Περίμενα λίγο να κάνει ΄μπλινγκ!’ το κινητό σα να με άκουγε.
“…κάνε τον χρόνο να πάει πίσω μισή ώρα να ξαναρχίσουμε το ραντεβού.”
Η κοπελιά πήγε να διαμαρτυρηθεί αλλά είχε γεμάτο στόμα. Μάλλον για αυτό θα είχε ένσταση, δεν ήθελε να γυρίσει στην προ-παϊδακίων εποχή της σχέσης μας.
“Νταξ, πλάκα κάνω!” την καθησύχασα. “Ο προηγούμενος που ήταν εδώ είναι ο δίδυμος αδελφός μου.”
Με στραβοκοίταξε καθώς πετούσε ένα καλά καθαρισμένο κόκαλο στην γάτα που περίμενε κάτω από το τραπέζι.
“ΟΚ, ΟΚ, ΟΚ, με έπιασες, δεν έχω δίδυμο αδελφό. Κλωνοποιημένος είμαι σε εργαστήριο.”
Δεν ξέρω αν ήταν επειδή προσπάθησε να γελάσει, πάντως άρχισε να αλλάζει χρώματα και πνιγόταν. Έτρεξα στο ψυγείο του μαγαζιού να φέρω κάτι να πιει. Ήταν γεμάτο Pepsi μόνο. Δεν έχει νόημα. Αν προτιμάει Pepsi από Coca Cola έτσι κι αλλιώς δεν θα ξαναβγώ μαζί της επόμενο ραντεβού, ας πνιγεί καλύτερα. Γύρισα στο τραπέζι με μια Pepsi Max κρυμμένη από πίσω από την πλάτη. Κάπως μοιάζει με Κόκα Κόλα αυτή σε γεύση, μπορεί να συγχωρεθώ. Ευτυχώς είχε συνέλθει.
-Που χάθηκες ρε καράφλα; είπε, με πονηρό γελάκι.
Μου αρέσει να με λένε “καράφλα”. Δυο τρίχες έχω μόνο στο κεφάλι και είναι στα δικαστήρια για την επιμέλεια της γυαλιστερής επιφάνειας του κεφαλιού μου.
“Βλέπω αγαπάς τα ζώα.”
Αυτή έψαξε με τα μάτια την γάτα, εγώ έδειξα τις τρεις άδειες πιατέλες μπροστά της. Πάλι γέλασε. Πάμε καλά. Μια σχέση πάει καλά όταν και οι δυο ακούνε. Όχι αναγκαστικά ο ένας τον άλλον, ίσως καλύτερα να μην ακούνε ο ένας τον άλλον. Ή έστω πολύ επιλεκτικά.
“Λένε όσοι έχουν κατοικίδια ζούνε περισσότερο” συνέχισα αφού κέρδιζα.
-Από την θετική ενέργεια και την συντροφικότητα;
“Μπα, εγώ νομίζω είναι επειδή τρέχουν διαρκώς να τα φροντίζουν και είναι πιο γυμνασμένοι. Εγώ ούτε να σκύψω δεν μπορώ. Αν είχα ζώο θα έσκυβα εκατό φορές την ημέρα.”
Δεν γέλασε με αυτό. Το γύρισα στην κουλτούρα:
“Τώρα με την καραντίνα μαθαίνω μουσικά όργανα.”
-Τόσο εύκολα;
“Ναι, χθες έμαθα πιάνο, αύριο θα μάθω κιθάρα.”
-Μα, πως;
“Πήγα έξω από ένα μουσικομάγαζο, κοίταξα στο κινητό, βρήκα πως μοιάζει το πιάνο, τώρα θα το θυμάμαι. Το έμαθα.”
-Δεν πάει έτσι Αλέκο.
“Έτσι πάει. Και στις δουλειές μου, όπου πάω, κάτι παίρνω.”
-Καλό αυτό.
“Αρκεί να μην το μάθει η αστυνομία. Ειδικά όταν δούλεψα στον κτηνίατρο νομίζω με υποψιάστηκαν που εξαφανίστηκε ο πύθωνας.”
Άβολη ησυχία στο τραπέζι. Ένιωσα σαν πλαστική σακούλα που την στρίμωξες μέσα σε μια άλλη πλαστική σακούλα γεμάτη στουμπωμένες πλαστικές σακούλες. Άρπαξα την γάτα από κάτω από το τραπέζι, την κράτησα δίπλα στο κεφάλι μου και έκανα ότι ψιθύριζα. “Ψιψιψιψιψιψι….” Πάνω που νόμιζα ότι είχε χαθεί το παιχνίδι με αιφνιδίασε δείχνοντας προς τα ηχεία της ταβέρνας:
-Είναι κάπως δυνατά εδώ η μουσική, θες να φύγουμε;
“Ναι, ναι, βέβαια!” αμέσως την φαντάστηκα ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου. Αλλά σηκώθηκε πολύ γρήγορα, πήρε το παλτό της και έφυγε πριν προλάβω καν να κατεβάσω την γάτα.
Έβγαλα την Pepsi Max από εκεί που την είχα κρύψει και ξεκίνησα να την πίνω. Δεν είναι τόσο χάλια τελικά. Ίσως μας δουλεύουν αυτές οι δυο εταιρείες, σαν εκείνη την φορά που φωτοτύπησα όλες τις λευκές κόλλες στην δουλειά και ζήτησα προαγωγή που διπλασίασα το απόθεμά μας σε λευκές κόλλες.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης ότι κι αν γράψουμε εδώ στον επίλογο ως χαρακτηριστικό τα έχει πει όλα στα κείμενά του. Έφτιαξε στο μυαλό σας τόσο δυνατές εικόνες που είναι μάταιο να προσπαθήσουμε να τον εκθειάσουμε εδώ.