Αυτός ο γκρίζος ήλιος δεν είναι ο ήλιος μου. Αυτός εδώ ο ήλιος με το ζόρι στέκεται όρθιος, σαν να μην έχει ξεμεθύσει από τα ποτά των εορτών και με δυσκολία τρυπάει τα μουντά και άχαρα σύννεφα που σκεπάζουν μια πόλη που δεν είναι η δικιά μου πόλη. Αυτή εδώ η πόλη δεν είναι η πόλη που αγαπώ. Αυτή εδώ η πόλη δεν είναι η πόλη που σε γνώρισα. Αυτή εδώ η πόλη δεν είναι η πόλη μέσα στην οποία ερωτευτήκαμε.
Το σώμα μου ταξιδεύει, ξανά, και το μυαλό μου ταξιδεύει, συνέχεια. Κλείνω τα μάτια και σε βλέπω.
Είμαστε στ’ αμάξι με την μηχανή αναμμένη και σε αναμονή, σαν να θέλει ακόμα και αυτό το άψυχο πράγμα να δει ποια θα είναι η επόμενη μας κίνηση.
Είχα δώσει υπόσχεση στον εαυτό μου ότι δεν θα σε φιλούσα, ότι δεν θα σου σφράγιζα το αντίο που νόμιζες ότι ήθελες με αυτόν τον τρόπο.
Στα χέρια σου κρατάς ένα βιβλίο, το βιβλίο σου, το βιβλίο που τόσο καιρό, τόσες μέρες, τόσες νύχτες, τόσους μήνες, περιμένεις και απαιτείς να σου το επιστρέψω γιατί είναι δικό σου και εσύ το θες. Το βιβλίο που τόσο απλόχερα μου είχες δώσει όταν σου το πρωτοζήτησα γιατί ήταν μια ιστορία με έρωτες και αγάπες και, ακόμη και τώρα θυμάσαι πόσο μου αρέσουν οι ιστορίες για έρωτες και αγάπες.
Το στρίβεις στα χέρια σου επίμονα, νευρικά, η ματιά σου έχει σκεπαστεί απότομα με μια συννεφιά και μέσα σου αυτη η θάλασσα, η θάλασσα που υπήρχε ανέκαθεν μέσα σου, έχει σηκώσει απότομα κύμα. Σχεδόν δειλά, προσεκτικά, για να μην σε θυμώσω, σε ακουμπάω απαλά στον ώμο και σε ρωτάω τι έχεις.
Το βλέμμα σου, αυτό το πονεμένο, πληγωμένο, μα γεμάτο αγάπη βλέμμα, στοιχειώνει μέχρι και σήμερα τον ύπνο μου.
– Ξέρεις κάτι; μου λες, δεν το θέλω πλέον. Είναι σχεδόν αστείο. Σου ξεφεύγει ένα μικρό, πικρό γέλιο που μόνο γέλιο δεν το λες. Και συνεχίζεις:
– Τόσο καιρό το περίμενα αυτό, αυτό το πράγμα, ξέρω ‘γω, για να ξεχρεώσουμε, να ξεχρεώσω; Νόμιζα ότι αυτό ήθελα. Να μου το δώσεις, να τελειώνουμε, να μην έχουμε πλέον κανέναν λόγο να βρεθούμε ποτέ ξανά. Γιατί δεν είχα άλλη δύναμη. Και τώρα…
Στρίβει, στρίβει, στρίβει το βιβλίο στα χέρια σου, και μαζί του στροβιλίζομαι και εγώ.
– Και τώρα που το έχω, δεν το θέλω πια.
Το τρένο σφυρίζει, τσιρίζει, και ουρλιάζει απαιτώντας την προσοχή μου. Είμαι ξανά στα ξένα. Ξανά μακριά σου. Κάπως έτσι δεν πάνε τα όνειρα; Κάπως έτσι δεν μένουν όμορφα και αναλλοίωτα οι στιγμές – στα όνειρα και στις αναμνήσεις μας; Κάπως έτσι δεν είναι η απότομη προσγείωση σε μια σκληρή πραγματικότητα; Κάνει κρύο. Τα χέρια μου είναι γυμνά, και κόκκινα από το κρύο και τον αέρα που τα δαγκώνει και ανοίγει πληγές. Ένας αέρας που ανοίγει πληγές… Ώρα για τσιγάρο. Είχαν δίκιο οι παλιοί λαϊκοί και οι ρεμπέτες, είσαι εκεί στο τσιγάρο μου μέσα και πίνοντας το σε πίνω…
– Όχι εδώ φίλε, απαγορεύεται!
Στο διάολο. Παντού απαγορεύσεις σ αυτή τη χώρα. Παντού προειδοποιήσεις. Ένας μουντός λαός με μουντό καιρό και μουντές αγάπες που κοιμούνται σε ξεχωριστά μόνα κρεβάτια.
Όχι όμως εμείς. Εμείς είμαστε Μεσογειακοί.
Θυμάσαι που ξαπλώναμε μαζί και συζητούσαμε για μικροπράγματα: το σύμπαν, τα μόρια, την ζωή και τον θάνατο; Και εκεί που είχα χαθεί στην δίνη των σκέψεων μου με ρώτησες, για άλλη μια φορά, που βρίσκομαι, που ταξιδεύει η σκέψη μου και δεν βρίσκεται εκεί μαζί σου, στην αγκαλιά σου; Και εγώ σε είχα ρωτήσει:
– Όταν πεθάνω, θα έρθεις στην κηδεία μου;
Και με κοίταξες σαν να σε είχα χαστουκήσει.
– Τι μαλακίες λες;
– Πες μου. Θέλω να ξέρω.
– Για άκουσε με τώρα, και άκουσε με καλά. Ξάπλωσες απάνω μου, το σώμα σου πίεζε το δικό μου και πήρες το πρόσωπο μου στα χέρια σου. Και μου είπες:
– Σου το απαγορεύω να πεθάνεις, μέχρι να σου πω εγώ ότι μπορείς να φύγεις. Μόνο τότε. Κατάλαβες; Μόνο τότε.
Δεν ξέρω αν τώρα το θυμάσαι, αλλά εκείνη την στιγμή δάκρυσα. Με συγκίνησες, όπως ξέρεις μονάχα εσύ να κάνεις: άγγιξες απαλά με το ακροδάχτυλο σου την χορδή της ψυχής μου και χτύπησες μια βαθιά, μπάσα, νότα που κρατάει ακόμα και ηχεί…
Μόνο τότε.
Και τώρα; Τώρα που στέκεσαι απέναντι μου και φεύγεις και μου λες πως μου χαρίζεις το βιβλίο που τόσο ήθελες να σου επιστρέψω, για να μην βρεθούμε ποτέ ξανά, και τώρα τι κάνουμε; Ποιός θα μου πει πότε θα φύγω, αν δεν υπάρχεις εσύ στην ζωή μου για να μου δώσεις το ελευθερο; Κοίτα να δεις, δηλαδή, που με καταδικάζεις να ζήσω για πάντα, αθάνατος, μόνος, και ανήμπορος να πεθάνω γιατί σου έδωσα τον λόγο μου ότι δεν θα φύγω μέχρι να μου το πεις εσύ…να περιπλανιέμαι στους αιώνες των αιώνων σαν αερικό χωρίς ρίζες και ανθρώπους και να παρατηρώ την άνοδο και την πτώση χιλιάδων πολιτισμών, να βλέπω τεράστια μνημεία να γίνονται σκόνη, στάχτη, θρύψαλα… Και όλα αυτά επειδη ξέχασες να μου πεις πότε μπορώ να φύγω απ’ αυτή την ζωή.
Τι θα κάνουμε τώρα, μου λες;
Χαϊδεύεις το πρόσωπο μου. Το άγγιγμα σου με χτυπάει σα ρεύμα, τρίζουν τα δόντια μου. Με κοιτάζεις με αυτά τα μάτια, αυτά τα μάτια που με αγάπησαν τόσο πολυ, που πλέον δεν είναι ερωτευμένα μαζί μου, και μου λες με βαρύ αναστεναγμό:
– Έτσι είναι αυτά.
Έτσι είναι αυτά.
Σε τελειωμένο μπαρ σε τελειωμένο αεροδρόμιο τελειώνω το ποτό μου και τραβάω φανταστικές τζούρες από το τσιγάρο που απαγορεύεται ν’ ανάψω. Ο πάγος γλιστράει στο ποτήρι, σπάει την σιωπή των κοιμησμένων θαμώνων. Άνθρωποι φεύγουν, μπαίνουν σε αεροπλάνα, πάνε αλλού. Και εγώ ταξιδεύω. Και εγώ είμαι αλλού.
Είμαι σε μια σκοτεινή αίθουσα, σχολείο φαντάσου. Δεν βλέπω Χριστό οπότε τραβάω απότομα τις κουρτίνες και μπαίνει μέσα ένας άλλος ήλιος: ο δικός μας ήλιος, του καλοκαιριού και της Μεσογείου. Φωτίζει με τις χρυσαφένιες του ακτίνες έναν μαυροπίνακα. Σκόνη παντού. Κιμωλία παντού. Γραμμένος ξανά και ξανά και ξανά και ξανά. Σημαδεμένος. Τον κοιτάζω καλά-καλά. Είναι όμορφος παρά τα σημάδια του. Βγάζει μια παλιομοδίτικη αρχοντιά, μια ξεχασμένη αίγλη: σαν τα χειρόγραφα γράμματα που στέλνανε κάποτε οι ερωτευμένοι. Για μισό λεπτό απολαμβάνω την θέα αυτή, αυτή την λεβεντιά, την αρχοντιά και μετά ανοίγω μια βρύση και βρέχω ένα σφουγγάρι. Με μεγάλες κινήσεις περνάω το σφουγγάρι πάνω από τον πίνακα, στάζουν νερά, δροσερά, απαλά και γλύφουν την κατάμαυρη επιφάνεια. Φεύγουν οι σκόνες, σβήνονται οι κιμωλίες, και μαζί με αυτα σβήνω και τους φόβους μας, τις άσχημες αναμνήσεις μας, τις τύψεις και τις ενοχές. Ξανά, και ξανά, και ξανά, μέχρι να αστράφτει, μέχρι να νιώθω ότι πλέον αυτή η μαύρη, λεία, γυαλιστερή επιφάνεια παίρνει ξανά μετά από τόσο καιρό ανάσα. Οι σταγόνες του νερού λάμπουν στον ήλιο και στέκονται περήφανα στην ολοκάθαρη, καταμαυρη, επιφάνεια. Και παίρνω στα χέρια μου μια κιμωλία και γράφω:
Ημέρα 1η. Ακόμη σ’ αγαπώ.
Είχα όντως δώσει υπόσχεση στον εαυτό μου ότι δεν θα σε φιλούσα.
Κοίτα όμως που κάποιες υποσχέσεις οφείλεις να τις αθετείς.