“Μου κόβεις δυο τριαντάφυλλα για το βάζο μου;” Όποια πέρναγε από το σπίτι του, δε γινόταν να μην του ζητήσει. Στην αρχή τους έκοβε. Και δυο και τρία. Αλλά σιγά σιγά άρχισε όλη η γειτονιά να του γυμνώνει τον κήπο, χωρίς να τον ρωτά, με το πρόσχημα πως του είναι περιττά. Εκείνος αντιδρούσε κι έπαψε πια να αφήνει να του παίρνουν ούτε μισό μπουμπούκι.
Όποιος έχει κηδεία, εδώ έρχεται να κάμει την ανθοδέσμη του. Η έλλειψη τακτ τον εξαγρίωνε. Τις προάλλες συνέλαβε μια άγνωστη να κρατά ψαλίδι κήπου κόβοντας όλα τα τριαντάφυλλα της κάτασπρης, που ήταν φορτωμένη. Την πρόλαβε την ώρα που έφευγε σαν να τα πήρε με μια συγκατάθεση.
“Επιτέλους δε θα μάθετε τρόπους; Είμαστε στο 1962 κι εσύ νομίζεις ότι είσαι στο χωριό σου! Μπαίνεις στις ξένες αυλές και παίρνεις ό,τι σου αρέσει!” Η άλλη τον κοίταξε παραξενεμένη. “Καλά ντε, χαράς το πράγμα, έχω μια νύφη να στολίσω και τα μάζεψα για την ανθοδέσμη. Τι θα τα κάνεις εσύ τόσα τριαντάφυλλα;”
Δε θα της απαντούσε. Κανείς δε θα τον καταλάβαινε, κι ούτε θα έμπαινε στον κόπο για εξηγήσεις της καρδιάς.
Οι άνθρωποι θέλουν να χορεύεις στον ήχο των δικών τους ταμπούρλων, χαλώντας το δικό σου ρυθμό, επειδή είναι έξω από τα γνωστά τους βήματα.
Καθόταν κι έπινε τον καφέ του απολαμβάνοντας τον κήπο, τηρώντας πάντα μια αρμονική σχέση μαζί του. Η θεϊκή πανδαισία και η δεσμευτική ιερότητα των χρωμάτων ήταν η καθημερινή του βόλτα στη ζωή. Πήγε στην αγορά κι έφερε κάτι καινούργιες τριανταφυλλιές. Βελούδο κόκκινο μεθυστικό! Έχουν πετάξει μπουμπουκάκια… Όνειρο θα γίνουν! Τι χρώμα! Ζωντανό βαθυκόκκινο, σαν το αίμα.
Το αίμα! Σαν εκείνης το αίμα που βγήκε από το σώμα της κι άπλωσε στο δρόμο, μια σκληρή και υποχθόνια Πέμπτη, 23 Απριλίου, γεμάτη η ζωή τους ρόδα ανοιξιάτικα.
Όταν χτίσανε το σπιτάκι τους, τη ρώτησε τι λουλούδια ήθελε να φυτέψουν στον κήπο. “Μόνο τριανταφυλλιές. Τίποτε άλλο…” Της έφερε κι ένα γιασεμί για την είσοδο, να μυρίζει αγάπη η πόρτα τους. Μόνο ένα χρόνο παντρεμένοι. Παιδί δεν είχαν προλάβει να κάνουν. Εκείνη τη μέρα, την έπεισαν οι γυναίκες του συλλόγου να πάνε εκδρομή. Στον ΄Αη Γιώργη, άμα τον παρακαλέσεις θα κάμει το θαύμα του, να δεις μωρό στην αγκαλιά σου. Έγινε μετωπική σύγκρουση.
Ποτέ δε ζήτησε να δει πώς είναι ένας δεύτερος γάμος. Είχε τα τριαντάφυλλα εκείνης να φροντίζει.
“Σου αγόρασα μια καινούρια. Τώρα βγήκε αυτό το χρώμα. Δεν είναι κίτρινο. Κάτι σαν μανταρινί. Θα σε ξετρέλαινε άμα το’ βλεπες! Συγνώμη που θυμώνω με τη γειτονιά, μα μου ζητούν τα ρόδα σου! Δεν το ξέρουν πως τα έχω για ν’ αναπαύεται η ψυχή σου; Με καλωσορίζουν στην πόρτα μας, σαν να είσαι εσύ! Ζω στη σιωπή τους, αλλά μαγεύομαι στη θέα τους! Δεν είμαι μόνος. Τα τριαντάφυλλα με απαλλάσσουν από τη μοναξιά… Μου προκαλούν μια κατάσταση απόλυτης γαλήνης. Τα κοιτώ και βλέπω τη μορφή σου. Τα μυρίζω και μεθώ με το άρωμά σου… Δεν σου κάνω μνημόσυνα. Η ψυχή σου ανθίζει με τόσα χρώματα, με τόση πειστικότητα, με τόση λαχτάρα! Εσύ δεν είσαι νοητό πνεύμα. Είσαι ο φυσικός μου κόσμος”.
Άφησε πάνω στην ταφόπλακα τα τριαντάφυλλα για τη γυναίκα του και γύρισε στο σπίτι. Δεν ένιωθε πιο σημαντικός που πατούσε πάνω στη γη, ενώ εκείνη ήταν μέσα στη γη. Έφτιαξε καφέ και κάθησε στην αυλή… Ανάμεσα στα ρόδα γίνεται λιγότερο πικρός…
“Κύριε τα πουλάτε τα τριαντάφυλλα;” Ένας περαστικός, άγνωστος, τουλάχιστο έχει ευγένεια…
“Τα αληθινά των κήπων δεν πουλιούνται παιδί μου. Χαρίζονται μόνο…” Του έκοψε μια αγκαλιά και του τα έδωσε.
Τίποτε αληθινό δεν πουλιέται. Πόσο μάλλον η ψυχή της αγαπημένης του…
Η Κατερίνα Μαυρομμάτη γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου το 1957. Αρχίζει να γράφει από παιδί ιστοριούλες με ζώα. Στα δεκαπέντε της δημοσιεύονται ποιήματά της στις εφημερίδες. Περνά στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και αρχίζει να εργάζεται ως καθηγήτρια Γαλλικών από την ηλικία των δεκαοχτώ. Το 1979 παίρνει πτυχίο Γαλλικής Φιλολογίας, ένα παιδικό της όνειρο… Ζει και εργάζεται στην Αθήνα για πάνω από δέκα χρόνια. Το 1994 ασχολείται με την έντυπη δημοσιογραφία κρατώντας την εβδομαδιαία στήλη « Η Λίνα, η Μίνα και η Νίνα », όπου με χιουμοριστική διάθεση θίγει κοινωνικά θέματα. Το « Από όνειρο σε όνειρο », έιναι το πρώτο της μυθιστόρημα.