Όταν ανέβαινες στο τελευταίο σκαλοπάτι της ψηλής τσουλήθρας, μπορούσες να δεις απέναντι ολόκληρη την οθόνη του θερινού σινεμά της γειτονιάς μας. Γι’ αυτό κάθε βράδυ γινόταν ένας αληθινός πόλεμος για το ποιος θα πιάσει θέση. Εκείνη τη νύχτα που έπαιζε “Η Αλίκη στο ναυτικό” για πρώτη φορά, όλο το πάρκο ήταν σε αναβρασμό. Πριν λίγες μέρες που προβαλλόταν ένα ινδικό δράμα, τα τουρκάκια δεν άφησαν τους εγγλέζους ούτε καν ν’ ανέβουν στην τσουλήθρα. Είχαν πιάσει όλα τα σκαλοπάτια και τους κλωτσούσαν ρίχνοντάς τους κάτω. Εκείνοι για να εκδικηθούν επινόησαν ένα πονηρό κόλπο… Πασάλειψαν την τσουλήθρα με βούτυρο (μαργαρίνη blue band ήταν), μέσα στο σκοτάδι όταν δεν τους έβλεπε κανείς. Μόλις ανεβήκαμε για το πόστο μας στο “θεωρείο”, η Ιζαμπέλ έδωσε μια γερή σπρωξιά στον Σιεφκέ, ο οποίος δεν πρόλαβε καν να αντιδράσει και τσουλώντας σ’ ένα ταξίδι αστραπής, βρέθηκε σαν οβίδα κανονιού να έχει εκτιναχθεί στο χώμα.
Κατρακυλώντας κτύπησε το κεφάλι του άσχημα, ώστε να φοβηθούν όλοι και να τον πάνε σηκωτό στο σπίτι του, μέσα στα αίματα…
Οι… εχθρότητες ανάμεσα σε Έλληνες, Άγγλους και Τούρκους, διακόπηκαν ξαφνικά όταν μια μέρα, ένα λεωφορείο που ερχόταν από προσκύνημα στον Απόστολο Ανδρέα, ανατράπηκε μετατρέποντας το κεράκι που είχαν ανάψει οι επιβάτες, για αρκετούς από τους αυτούς, να είναι και το τελευταίο… Και ναι, ήταν και Τούρκοι ανάμεσα στους προσκυνητές… Σκοτώθηκε κόσμος από τη γειτονιά μας… Η Μαρίνα έχασε και τους δυο γονείς της σ’ εκείνη την τραγωδία…
Ήταν συμμαθήτριά μου και αγαπούσε πολύ τη μουσική. Μια μέρα πήρε το μαντολίνο μου και άρχισε να παίζει. “Γιατί δεν αγοράζεις κι εσύ ένα μαντολίνο, έχεις πολύ ταλέντο…”, της είχε πει ο δάσκαλος. Η Μαρίνα δεν απάντησε, αλλά όταν σχολάγαμε, μου είπε ότι η γιαγιά της δεν έχει λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες… Η ζωή τους, είπε, ένα ρημαδιό έγινε, τα όργανα έλειπαν…
Σκέφτηκα πως στη γειτονιά μας πολλά παιδιά αγαπούσαν τη μουσική. Η Σουζάν έπαιζε καλό πιάνο, ο Αντρέας κιθάρα, η Ιζαμπέλ φυσαρμόνικα, ο αδερφός μου βιολί και πολλοί άλλοι παίζαμε μαντολίνο. Αν τους οργάνωνα και κάναμε κάτι σαν γιορτή, σαν πανηγύρι;.. Μια συναυλία!
Το πάρκο είναι πολύ μεγάλο και ο κόσμος που έρχεται κάθε βράδυ στο σινεμά, ουρές… Θα τους πουλάμε ένα μικρό εισητήριο. Το είπα στον Αντρέα και στη Σουζάν και αρχίσαμε τις προετοιμασίες… Τρία γρόσια η είσοδος… Καρέκλες, ο καθένας θα φέρει από το σπίτι του. Είναι και τα παγκάκια του πάρκου.
Αρχίσαμε πρόβες… Θα το βάλουμε καθημερινή, γιατί τα Σάββατα και οι Κυριακές είναι για το σινεμά. Ο κόσμος δε χάνει ταινία… Ορίσαμε την Πέμπτη το βράδυ.
Και εγένετο!.. Η αδημονία οδηγεί σε αποφασιστικά βήματα… Δεν το περιμέναμε να έχει τόση επιτυχία… Οι τρεις εθνικότητες, που άλλοτε σφάζονταν για μια θέση στην τσουλήθρα, τώρα ενώθηκαν με αγάπη για τη μουσική. Και για την απόκτηση ενός μαντολίνου… Μέχρι και οι τσιγγάνοι της περιοχής ήρθανε. Σιγά μη λείπανε. Φέρανε και ντέφια. Αυτοί βέβαια δεν πλήρωσαν. Και κάθισαν χάμω.
Μαζέψαμε σχεδόν πέντε λίρες… Βέβαια πολλοί δεν έπαιρναν τα ρέστα από το μισό σελίνι, ενισχύοντας την ιδέα της συναυλίας και αυξάνοντας το τελικό ποσό. Την άλλη μέρα, ένα ζεστό απομεσήμερο του Ιούλη, κατεβήκαμε στο κέντρο της πόλης, στο μεγάλο γωνιακό κατάστημα που πουλούσε μουσικά όργανα… Εγώ και ο Αντρέας…
Μετρήσαμε όλη μας την είσπραξη… Υπολείπονται δυο γρόσια για το μαντολίνο… Ο κύριος πίσω από τον πάγκο, αρνείται να μας κάνει έκπτωση, παρόλο που του εξηγούμε για ποιον προορίζεται… “Και τι με κόφτει εμένα; Στην αυλή μου φυτρώνουν τα όργανα;” Και ξανακρέμασε το μαντολίνο σαν σφακτάρι στο τσιγκέλι πάνω από τα κεφάλια μας…
Ο θυμός φούσκωσε μέσα μου… Η ψυχή μου κατσούφιασε και ντρεπόταν πολύ… Έκατσα κάτω στο πεζοδρόμιο και έκλαιγα… Αύριο είναι της Αγιάς Μαρίνας… Θέλω να της το πάμε στη γιορτή της… Ο Αντρέας, ευαίσθητος μα πανέξυπνος, μου κάνει: “Μείνε εδώ και έρχομαι…”
Σε λίγο γυρίζει και μου δείχνει την παλάμη του: “Πάμε να το αγοράσουμε…” Τον ρωτώ πού τα βρήκε τα δυο γρόσια. Είχε στηθεί στη γωνιά περιμένοντας να περάσει κάποια καλοντυμένη κυρία. Της δείχνει τέσσερα γρόσια παρακαλώντας: “Συγνώμη, μπορείτε να μου δώσετε δυο γρόσια που μου υπολείπονται για να πάρω ένα αϊράνι για την αδερφή μου που’ ναι άρρωστη;” Εκείνη με μεγάλη προθυμία του τα έδωκε ψιθυρίζοντας: “ Από πότε το κάνανε έξι γρόσια το αϊράνι! Δεν ντρέπονται! Όσα θέλουν ζητούν άμα δουν μικρό παιδί…”
΄Ενα τιποτένιο ανθρωπάκι παραλίγο να μας τα χαλάσει όλα… Μήπως στη ζωή μας, δεν είναι κάτι ασήμαντες λεπτομέρειες, που μπορεί να μας καταστρέψουν ολότελα;
Ο Αντρέας σκοτώθηκε στα είκοσί του στον πόλεμο του ’74. Αλλά είχε πάρει το μαντολίνο στη Μαρίνα.
“Χάραξε το όνομά σου πάνω, γιατί τα κλέβουνε τα καινούρια…” , της είχε πει Κι εκείνη χάραξε τη λέξη ΣΑΚΙ…
“Τι θα πει αυτό;… Σακούλα;…” Την είχα ρωτήσει και το χαμόγελό της έδειχνε ότι μπορείς να ξεφύγεις από μια ρημαγμένη ζωή, ακόμα και μ’ ένα μαντολίνο, καθώς μου έλεγε:
“Είσαστε εσείς… Σουζάν, Αντρέας, Κατερίνα, Ιζαμπέλ…”