Πίσω από πράσινα κάγκελα που τεμαχίζουν μια φύση ισχνή, άρωμα βρεγμένου πεύκου και χώματος φτάνει στα ρουθούνια μου από τον διακριτικό αέρα.
Πιο πίσω εκεί και ψηλότερα από τα κάγκελα ένα κομμάτι ασπρογάλαζου πανιού λικνίζεται βαριεστημένα. Γάτες και έντομα περιφέρονται άσκοπα ανάμεσα σε ξεχαρβαλωμένα καλώδια και υγρό χορτάρι.
Τουρίστες με χάρτες και οδηγούς στα χέρια βγάζουν φωτογραφίες και τρώνε χωριάτικη σαλάτα και σουβλάκια. Οι μαγαζάτορες ρίχνουν βλέμματα κλεφτά και αγχωμένα στον κόσμο, που πηγαινοέρχεται κατά κύματα. Ο κόσμος ρίχνει ματιές απορίας στα πολυκαιρισμένα πλαστικά μπουκαλάκια που βρίσκονται στα πλαϊνά του δρόμου.
Χειρονομίες, κορναρίσματα και αγανακτισμένα προσπεράσματα φέρνουν μια ξαφνική, σχεδόν λυτρωτική βροχή. Ο ουρανός είναι στιγματισμένος από μελανά κακομούτσουνα σύννεφα. Φανάρια αναβοσβήνουν, οριακά συγχρονισμένα. Μηχανάκια φεύγουνε μπροστά ενώ πεζοί καραδοκούν για την καταλληλότερη στιγμή για να κάνουν την υπέρβαση της ημέρας περνώντας το δρόμο.
Τσιγάρα –πυγολαμπίδες ανάβουν και σβήνουν μέσα σε κιτρινισμένα δάχτυλα ή καλοβαμμένα νύχια. Ροδισμένοι ώμοι και ξυρισμένες γάμπες αερίζονται ευχάριστα. Κέρματα κουδουνίζουν μέσα σε τσέπες, χέρια και πορτοφόλια. Κινητά που παίζουν μουσική βγαίνουν μέσα από τσάντες με σιχτιρίσματα ή προσμονή. Κάποιοι νομίζουν ότι είναι ωραίοι, άλλοι πάλι είναι στ’ αλήθεια.
Πιο βόρεια από το κέντρο οι τσαλακωμένες ταμπέλες σήμανσης συνεχίζουν να σκονίζονται καρτερικά από το χώμα των δρόμων που σκάβονται. Τα ντελιβεράδικα επιμένουν να στρίβουν χωρίς φλας ή άλλη ένδειξη. Μανάδες σπρώχνουν υπομονετικά τα καροτσάκια των μικρών τους. Κορίτσια με σορτς και σανδάλια βολτάρουν αγέρωχα.
Άλλες φορές πάλι, στα καθρεφτάκια των αυτοκινήτων αντικατοπτρίζεται ένας ομοιόμορφα γαλάζιος ουρανός, ένα άσπρο σύννεφο χωρίς βάθος αιωρείται και δάχτυλα χαϊδεύουν την σπυρωτή άμμο. Παραδίπλα μερικές γόπες γίνονται εμπόδια για μυρμήγκια. Κουλούρες πλαστικές, συσκευασμένα παγωτά και βεβιασμένοι έρωτες ανακατεμένοι με κοκτέιλ του κώλου. Εξατμίσεις στο αμπάρι πριν καλά καλά αράξει το πλοίο και κουμάντα στο λιμάνι.
Πληθώρα ή και έκδηλη παραφωνία χρωμάτων, εικόνων και ήχων. Και όταν οι άνθρωποι μιλάνε υπερβάλλουν, φωνάζουν ή υπεκφεύγουν. Μόνο όταν η νύχτα παραδίδει τα ηνία στην αυγή, εκείνη τη μοναδική στιγμή που μια γάζα ουρανού ξανοίγει στο βάθος, το νερό στο οδόστρωμα μυρίζει πρώιμα σύκα και όλα, άσχημα και ωραία, παίρνουν τη θέση που τους πρέπει και συνυπάρχουν αρμονικά στην αγαπημένη αυτή γωνιά του πλανήτη.