Τελευταίες ημέρες του χρόνου και, εν αναμονή του καινούργιου, πολλοί από εμάς παίρνουμε αποφάσεις για την νέα χρονιά. Συνήθως, πρόκειται για στόχους που έχουν να κάνουν με τα οικονομικά μας («θα κάνω περισσότερη οικονομία»), με την φυσική μας κατάσταση («θα ξεκινήσω γυμναστήριο») ή με κακές συνήθειες («θα κόψω το κάπνισμα») και τον τρόπο ζωής μας («θα ξεκουράζομαι περισσότερο»). Μολονότι πρόκειται για κάτι αρκετά συνηθισμένο και μάλλον εθιμοτυπικό, σπανίως κάνουμε μία παύση για να σκεφτούμε για ποιον λόγο θέτουμε τώρα αυτούς τους στόχους ή ποιες είναι οι πραγματικές πιθανότητες να φανούμε συνεπείς σε αυτές τις αποφάσεις μας.
Γιατί θέτουμε Στόχους για τη Νέα Χρονιά;
Η 1η Ιανουαρίου φαντάζει ιδανική για αυτή τη διαδικασία στοχοθέτησης, για διάφορους λόγους. Κατ’ αρχάς σηματοδοτεί το κλείσιμο ενός κύκλου και την έναρξη ενός καινούργιου. Είναι ένα χρονικό ορόσημο, που διαιρεί τον χρόνο σε «πριν» και «μετά» και λειτουργεί ως αφετηρία για μία νέα πορεία. Ακόμα και συμβολικά αν το εξετάσουμε, ο Ιανός (από τον οποίο πήρε το όνομά του ο μήνας Ιανουάριος) ήταν ο διπρόσωπος θεός των Ρωμαίων, που κοίταζε ταυτόχρονα στο παρελθόν και στο μέλλον. Πολιτισμικά και κοινωνικά, λοιπόν, πρόκειται για μία περίοδο ανανέωσης και μετάβασης, όπου κάτι τελειώνει οριστικά και αρχίζει κάτι καινούργιο – και μαζί με αυτό, γιατί όχι και μία καινούργια, διαφορετική ή βελτιωμένη εκδοχή του εαυτού μας;
Αξίζει να σημειωθεί πως οι περισσότερες από τις αποφάσεις που λαμβάνουμε για την νέα χρονιά, έχουν σχέση με τον αυτοέλεγχο, με μία διαμάχη που συμβαίνει μέσα μας πάνω σε διάφορα ζητήματα. Διαφορετικές πτυχές του εαυτού μας επιθυμούν διαφορετικά πράγματα. Υπάρχει η πλευρά του εαυτού μας που επιθυμεί να έχει ένα ωραίο ή καλλίγραμμο σώμα και υπάρχει κι εκείνη η πλευρά που θέλει να απολαμβάνει όλες τις πιθανές λιχουδιές, ανά πάσα στιγμή και ώρα. Υπάρχει η πλευρά του εαυτού μας που αρέσκεται να ξοδεύει χρήματα κι εκείνη η πλευρά που ξέρει ότι πρέπει να κάνει οικονομία. Αυτό που συμβαίνει με τους στόχους και τις υποσχέσεις για «τη νέα χρονιά» είναι ότι έχουν μία μακροπρόθεσμη προοπτική (κάτι που θα γίνει στο μέλλον), οραματίζονται μία βελτιωμένη εκδοχή του εαυτού μας (άρα μας προσφέρουν άμεση ικανοποίηση την στιγμή που τις σκεφτόμαστε) και ταυτόχρονα επιβάλλονται στην αυθόρμητη πλευρά του εαυτού μας, που θέλει να ξοδέψει, να φάει γλυκά ή να μείνει στο σπίτι αντί να πάει στο γυμναστήριο. Υπό μία έννοια, ενόψει της νέας χρονιάς, νιώθουμε πως ο «καλός» εαυτός μας νικάει τον «κακό».
Γιατί όχι τώρα;
Γιατί όμως περιμένουμε την νέα χρονιά για να ξεκινήσουμε την προσπάθεια υλοποίησης των στόχων μας, αφού κάλλιστα θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από σήμερα κιόλας; Μία πιθανή απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίνεται πολύ εύστοχα από τον καθηγητή ψυχολογίας στο Carleton University, Dr. Pychyl: «οι αποφάσεις και οι στόχοι για την νέα χρονιά είναι ουσιαστικά μία πολιτισμικά καθορισμένη μορφή αναβλητικότητας». Με άλλα λόγια, μας αρέσει να βάζουμε στόχους για τη νέα χρονιά διότι αυτό δικαιολογεί την καθυστέρησή μας στην υλοποίησή τους. Νιώθουμε καλά, γιατί έχουμε έναν στόχο για το μέλλον – πράγμα που είναι καλό – αλλά ταυτόχρονα, νιώθουμε επίσης ωραία διότι δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα απολύτως αυτή τη στιγμή. Το «από τη νέα χρονιά» είναι μακρινό και, μέχρι τότε, μπορούμε να συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι κάναμε μέχρι τώρα. Είναι μία μορφή αυτό-εξαπάτησης, ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού στον εαυτό μας θα έλεγε κανείς, όπου απολαμβάνουμε την χρονική απόσταση μεταξύ πρόθεσης και πράξης.
Δηλαδή θα αποτύχω;
Κανείς δεν λέει ότι θα αποτύχουμε στους στόχους που θέτουμε για τη νέα χρονιά. Περισσότερο, θα λέγαμε πως οι πιθανότητες επιτυχίας εξαρτώνται α) από τους λόγους για τους οποίους περιμένουμε την αλλαγή του χρόνου για να κάνουμε τις αλλαγές που επιθυμούμε, και β) από τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύουμε να κινηθούμε προκειμένου να τις επιτύχουμε. Το πρώτο έχει να κάνει με την ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό μας και με τις αντικειμενικές δυσκολίες που υπάρχουν στο να ξεκινήσουμε τώρα μία αλλαγή. Το δεύτερο, ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούμε να επιτύχουμε τους στόχους μας, αφορά κάποιες εσφαλμένες κινήσεις, που συνήθως κάνουμε.
Πώς θα καταφέρω να επιτύχω τους στόχους μου;
Καλό είναι να αποφεύγουμε τους γενικούς και ασαφείς στόχους (π.χ. «θα ξεκινήσω γυμναστήριο») και παράλληλα να σκεφτόμαστε τα εμπόδια που θα έχουμε σε καθημερινή βάση. Στο ίδιο παράδειγμα, είναι προτιμότερο να πούμε ότι θα ξεκινήσουμε γυμναστήριο 3 φορές την εβδομάδα, να σκεφτούμε ποια ώρα της ημέρας θα ήταν καλύτερη για το πρόγραμμά μας, τι θα μπορούσε να μας εμποδίσει να πάμε και πώς θα αποφύγουμε αυτό το εμπόδιο. Εδώ υπεισέρχεται και ο παράγοντας του ρεαλισμού: Αν, για παράδειγμα, αποφασίσουμε ότι θα πηγαίνουμε στο γυμναστήριο μετά τη δουλειά μας, θα πρέπει να σκεφτούμε κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι ρεαλιστικό. Διότι, αν τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας αργούμε να τελειώσουμε στη δουλειά ή αν επιστρέφοντας στο σπίτι μάς περιμένει μία σειρά άλλων υποχρεώσεων, τότε ο στόχος του γυμναστηρίου μετά τη δουλειά είναι εξ’ αρχής καταδικασμένος.
Σκόπιμο είναι να αποφύγουμε να βάλουμε πολλούς στόχους ταυτόχρονα, όπως να ξεκινήσουμε γυμναστήριο, να αρχίσουμε να τρώμε πιο υγιεινά και να χάσουμε κάποια κιλά. Σε καθημερινό επίπεδο, κάτι τέτοιο προϋποθέτει να βρούμε χρόνο και διάθεση για το γυμναστήριο, χρόνο για να μαγειρεύουμε στο σπίτι, χρόνο για να ψωνίζουμε φρέσκα φρούτα και λαχανικά ώστε να τα έχουμε πάντα διαθέσιμα στο σπίτι μας, κλπ. Αν δεν καταφέρουμε κάτι από αυτά απογοητευόμαστε, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες να τα παρατήσουμε εύκολα. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από έναν στόχο και σταδιακά, μπορούμε να επεκταθούμε και σε άλλες, συναφείς με αυτόν, αλλαγές.
Παρ’ ότι συχνά επιθυμούμε κάποια αλλαγή για τον εαυτό μας, πολλές φορές βαθιά μέσα μας δεν θέλουμε να αλλάξουμε – κι αυτό για διάφορους λόγους. Αν επιθυμούμε την αλλαγή επειδή «πρέπει» ή επειδή «θα ήταν καλό να…», ενδεχομένως να μην έχουμε πειστεί απολύτως να δεσμευτούμε στην προσπάθεια επίτευξής της. Αν για παράδειγμα σκεφτόμαστε ότι «πρέπει να κόψω το κάπνισμα» και θέσουμε αυτό ως στόχο για την νέα χρονιά, η πορεία μας προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι καταδικασμένη, αν εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε φθάσει στο σημείο να πούμε οριστικά «τέλος». Η εσωτερική μας κινητοποίηση θα καμφθεί εύκολα αν εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε αποφασισμένοι για μία τέτοια κίνηση. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου πως η διακοπή κάποιων «κακών συνηθειών», όπως το κάπνισμα ή το αλκοόλ, ούτε εύκολη διαδικασία είναι, ούτε μας προσφέρει άμεση ικανοποίηση και απόλαυση. Αν μη τι άλλο λοιπόν, θα πρέπει να είμαστε αποφασισμένοι ότι θέλουμε να κάνουμε αυτή την αλλαγή στη ζωή μας και να εμμείνουμε στην προσπάθεια, έχοντας κατά νου τα μελλοντικά οφέλη που θα αποκομίσουμε από αυτή.
Προσοχή στην τελειομανία μας: μία αστοχία, ένα ολίσθημα, μία παρορμητική συμπεριφορά που είναι αντίθετη προς τον στόχο μας, και αμέσως σπεύδουμε να φορτώσουμε τον εαυτό μας με ενοχές και τύψεις για το μεγάλο «λάθος» που κάναμε. Η καλύτερη σκέψη σε αυτές τις περιπτώσεις είναι «ε, και;»: «Δεν κατάφερα να πάω γυμναστήριο αυτή την εβδομάδα, γιατί είχα πολλή δουλειά- ε, και;» «Έφαγα γλυκό – ε, και;». Τα ολισθήματα δεν σημαίνουν τίποτα για τον τελικό μας στόχο, ούτε για την αποφασιστικότητά μας ή την αυτοεκτίμησή μας. Σε τελική ανάλυση, ας μην παίρνουμε τον εαυτό μας τόσο στα σοβαρά – μπορούμε να γελάσουμε με το ολίσθημα, να το χαρούμε και την επόμενη ημέρα να επιστρέψουμε ξανά στο πλάνο μας.
Τέλος, καλό θα είναι να μιλήσουμε με κάποιους δικούς μας ανθρώπους και να τους ζητήσουμε είτε την πρακτική τους βοήθεια σε θέματα καθημερινότητας, είτε την ψυχολογική τους υποστήριξη και ενθάρρυνση. Η υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνατότητές μας πολλές φορές δεν είναι καλός σύμβουλος. Δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε όλα μόνοι μας και για αυτό είναι σκόπιμο να έχουμε ανθρώπους γύρω μας που θα μας στηρίξουν στην προσπάθειά μας.
Εν κατακλείδι
Είναι θετικό και απαραίτητο να βάζουμε στόχους για την πορεία της ζωής μας και να προσπαθούμε να τους επιτύχουμε. Αυτό άλλωστε συνεπάγεται προσωπική ανάπτυξη και βελτίωση. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι απαραίτητο να περιμένουμε την νέα χρονιά ή τον επόμενο μήνα, ή την καινούργια εβδομάδα για να ξεκινήσουμε μία πορεία δράσης. Μπορούμε κάλλιστα να ξεκινήσουμε άμεσα. Σε κάθε περίπτωση, καλό θα είναι να έχουμε στόχους ρεαλιστικούς, προσιτούς και ικανούς να μας πάνε ένα βήμα πιο πέρα: να βελτιώνουν κάτι ουσιαστικό στη ζωή μας, είτε αυτό αφορά τις σχέσεις μας με τους άλλους, είτε την υγεία μας, είτε το επάγγελμα και τις σπουδές μας. Τέλος, θα πρέπει να έχουμε κατά νου πως η πορεία προς μία αλλαγή δεν είναι ποτέ εύκολη. Απογοητεύσεις και πισωγυρίσματα υπάρχουν πάντα, σε οτιδήποτε ξεκινάμε στη ζωή μας – το μυστικό είναι να δούμε αυτά τα εμπόδια ως τρόπους ενίσχυσης της κινητοποίησής μας και του πείσματός μας να καταφέρουμε αυτό που έχουμε στο μυαλό μας.