Εκτός από σκόνη, χνούδια και ανεπιθύμητα φύλλα δέντρων στην πόρτα μας …
Ο αέρας μάς μεταφέρει ήχους, απαλούς, συριστικούς, αποφασιστικούς ή ανεπαίσθητους. Πολλούς από αυτούς τους ακούμε ασυναίσθητα επί σειρά ετών χωρίς να αναλογιζόμαστε ότι τους καταγράφουμε στο μνημονικό μας. Στην ουσία όμως είναι όλοι χωμένοι εκεί, στις τρύπες του μυαλού μας, και περιμένουν ένα ‘τσακ’, μία μικρή αφορμή, για να ξεχυθούν και να μετατραπούνε αυτόματα σε τρισδιάστατες εικόνες, οικείες μυρωδιές και εν τέλει ξεχασμένα συναισθήματα.
Με αυτόματη σχεδόν γραφή, και άρα τυχαία σειρά, παραθέτω τους ήχους που χρόνια τώρα επισκέπτονται τα αυτιά μου και κατά περίεργο τρόπο με συγκινούν (αυτοί από μόνοι τους και οι προεκτάσεις που τους δίνει το μυαλό μου ή το γεγονός της κατά καιρούς- για να μην πω της αέναης- επανάληψής τους).
Η μικρή διαρροή νερού στην άκρη του πράσινου ποτιστικού λάστιχου, η σκούπα που γλείφει το στενό πεζοδρόμιο απομακρύνοντας τα περισσευούμενα νερά προς το ρείθρο, το ελικοφόρο match box που πετάει χαμηλά και σέρνει διαφημιστική ταμπέλα, τα τζιτζίκια που λυσσάνε τη στιγμή που ήδη η ζέστη είναι ανυπόφορη, το κύμα να σκάει ψιλοάγρια το βράδυ με ένα ελαφρύ delay (ωχ! Πάλι αέρα θα έχουμε αύριο…), ο ενοχλητικά επιτακτικός ήχος της δεκαοχτούρας κάθε πρωί, αυτοκίνητα που γκελάρουν ελαφρώς σε μεταλλικά καπάκια δρόμων, το σπιντάρισμα του άδειου τρόλλεϋ μετά το φανάρι, το καλοριφέρ τη στιγμή που πάει να πάρει μπρος, ο ήχος του ψυγείου, που όσο καινούργιο και να είναι αγκομαχάει πάντα, ποτήρια που προσγειώνονται ατσούμπαλα από νεανικά χέρια στη γυάλινη επιφάνεια του τραπεζιού της βεράντας των διπλανών, το ‘τσακ, τσακ’ του μισοτελειωμένου στιγμιαίου αναπτήρα (πάλι από το μπαλκόνι των διπλανών), η ξύλινη εξώπορτα να ξεκλειδώνει από ένοχα χέρια μετά τα μεσάνυχτα, άθλια καψουροτράγουδα στη διαπασών από αυτοκίνητα που παίρνουν γρήγορα τη πλησιέστερη στροφή με τα λάστιχα να τσιρίζουν στο οδόστρωμα, μακρινές φλυαρίες παιδιών και ‘έλα ρε μαλάκα’ όταν σχολάνε τα φροντιστήρια το μοβ σούρουπο, κάποιος βάζει το χειρόφρενο και δυστυχώς ‘φτάσαμε-κατέβα’, το ξερεγουλαρισμένο ασανσέρ πιάνει επιτέλους τον σωστό όροφο, ξύλινο πάτωμα που τρίζει ελαφρά κάτω από ανάλαφρα πατήματα, ο γεμάτος κάδος την ώρα που χαρίζει το περιεχόμενό του στο απορριμματοφόρο…
Ήχοι απόλυτα αναγνωρίσιμοι, έχουνε αφομοιωθεί σχεδόν από τα διαφορετικά περιβάλλοντα στα οποία εκτιθέμεθα, στ’ αυτιά μας έρχονται δημιουργώντας ασυνείδητα μοναδικούς για τον καθένα συνειρμούς που μεταφράζονται με τη σειρά τους σε εικόνες, μυρωδιές, χρώματα. Σαν τα σκυλιά του Παυλώφ ένα πράμα και εμείς, ακούμε τον πάγο να αναδεύεται στο ποτήρι και αισθανόμαστε πάντα ότι κοντεύει το καλοκαίρι. Είναι μόνο ήχοι αλλά καταφέρνουνε να πλημμυρίζουνε με αγαλλίαση την ψυχή μας για ό,τι γνώριμο έχουμε μέχρι στιγμής καταγράψει στο αποκλειστικά δικό μας στερέωμα.