Ένα άρθρο για Χριστουγεννιάτικες μπηχτές και ψυχαναγκαστικά ευτυχιοπάζαρα
Αγγελάκια, φωτάκια, καμπανάκια και άλλα εις –άκια χαριτωμένα λαμπυρίζουν και ηχούν αντίστοιχα στα πλαίσια του ευτυχιοπάζαρου των Χριστουγέννων. Ο ψυχαναγκασμός των γιορτών υφίσταται για ορισμένους, οι οποίοι διχάζονται ανάμεσα στο διάχυτο κλίμα ευτυχίας που πλανάται ανεξέλεγκτο και στο συναισθηματικό μούδιασμα που νιώθουν στην καλύτερη περίπτωση. Γιατί, αν δεν είναι μούδιασμα, είναι δυσθυμία και αν δεν είναι δυσθυμία, είναι βαθιά θλίψη. Μία τουλάχιστον ενδόμυχη αντίδραση, που τοποθετείται σε διαφορετικά πλαίσια για τον καθένα αλλά τυγχάνει να εμφανίζεται ως έχει.
Σκοπός όμως εδώ είναι να ταυτιστεί κανείς με συναισθήματα, να έρθει σε επαφή με τον εαυτό του και να απενοχοποιηθεί επιτέλους για το ότι δε μπορεί να πατήσει αυτό το φανταστικό κουμπί ανάφλεξης που θα τον εκτοξεύσει στην Christmas Land-Θέλεις να Πας , ακόμα και αν δεν τη νιώθει αυτήν την ευδαιμονία.
Άγιε μου Βασίλη, κάνε να βάλω το concept της ευτυχίας των γιορτών εκεί που του αξίζει (με βάση εμένα, τους βιορυθμούς και την αν(τ)οχή μου). Κάνε να έρθει εκείνη η “αποφράδα” μέρα των γιορτών που θα ξυπνήσω πιο συντονισμένος-η με το πολύτιμο μέσα μου, έχοντας λιγότερες ενοχές και προβληματισμό για το ότι , απλά, απλούστατα δεν είναι απαραίτητο να θέλω ούτε να μπορώ να νιώσω υποχρεωτική χαρά μόνο και μόνο επειδή είναι γιορτές!
Επανατοποθέτηση ιδεών και αυτοαξίας χρειάζεται. Πού με βάζω; Στο καζάνι με το πλήθος που ντε και καλά επιλέγει να χαρεί και να γιορτάσει (και πολύ καλά κάνει) ή να σιγοβράζω στο ζουμί μου συνειδητά σε μία ώριμη προσπάθεια να αποδαιμονοποιήσω κάθε αρνητικό συναίσθημα που ενδεχομένως νιώθω αυτές τις μέρες;
Σκέψου τις εξής διαφοροποιήσεις: άλλο positive thinking, άλλο ρεαλισμός και άλλο εφαρμογή υγιών, θετικών προτύπων σκέψης σε μία σύγχρονη ρεαλιστική πραγματικότητα μετάβασης, με στοιχεία αυτοδιαφοροποίησης του καθένα, σε αναλογία πάντα με τα βιώματα, τις συνθήκες ζωής και τις εκάστοτε συναισθηματικές του ανάγκες.
Με άλλα λόγια, όταν η μόδα συμπεριφοράς προτάσσει απανταχού ευτυχία, η διττή ανθρώπινη φύση, η φτιαγμένη με αποχρώσεις του μαύρου, του άσπρου (και εναλλακτικά του γκρι) τυγχάνει να κλωτσάει. Στην αρχή αντανακλαστικά, αλλά κλωτσάει. Μετά αντιδρά σιωπηλά και ενοχικά κάτω από το τραπέζι, μην τυχόν και φανεί ότι κάπου όντως το χάνει και νιώθει απαγορευτική θλίψη μέρες που είναι. Κάθε φορά λοιπόν που αυθαίρετα μεθοδεύονται “δεδομένες” πορείες προς το άπιαστο της ευτυχίας, η ανθρώπινη φύση ενδέχεται να θελήσει να επαναστατήσει συναισθηματικά.
Συνεπώς, πριν σπεύσεις να κατηγορήσεις τον εαυτό σου για ανεπάρκεια και ανάρμοστη μίζερη συμπεριφορά, σκέψου ότι ίσως είναι υγεία η τυχόν διαφοροποίησή σου. Αυτός ο λαμπρός κατά τα άλλα πολιτισμός μας δεν σου δίδαξε απαραίτητα να σκέφτεσαι, να χαράζεις υπο-πορείες και να δημιουργείς παρακάμψεις από το γενικευμένο, χωρίς να νιώθεις τύψεις. Εκεί που οι γιορτές είναι χρυσά βελάκια που οδηγούν στη χαρά, εσύ δεν έμαθες απαραίτητα να αφήνεις το στίγμα σου χωρίς φόβο αποκοπής από τα υπόλοιπα μέλη της αγέλης.
Σαφώς και αυτό το άρθρο δεν είναι επ’ ουδενί καταδικαστικό των Χριστουγέννων. Υπάρχει ωστόσο μία ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην υποχρεωτική χαρά και την αντίσταση προς κάθε ντε και καλά ευτυχιογόνο οδοστρωτήρα, που επιλέγει κανείς να επιβάλλει στον εαυτό του και συχνότατα διογκώνει τυχόν συναισθήματα, όπως θλίψη, φόβο και έλλειψη παντός τύπου. Εννοείται ασφαλώς ότι οι γιορτές per se παραπέμπουν εθιμοτυπικά σε ευτυχία και αυτός είναι και ο ρόλος τους άλλωστε. Όλα αυτά πολύ καλώς επινοήθηκαν “εξαπανέκεθεν” από τις κοινωνίες των ανθρώπων και καλά θα κάνουν να παραμείνουν, καθώς δίνουν χρώμα και νόημα στη ζωή. Καλό θα ήταν να γίνει λοιπόν ξεκάθαρο ότι δεν μας φταίνε οι γιορτές, μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν. Η οπτική που έχουμε για αυτές είναι που μπερδεύει.
Ας προσαρμοστούμε εμείς και η υπέρλαμπρη διαφορετικότητά μας στην περιβόητη αυτή εορταστική περίοδο, που άλλους διχάζει συναισθηματικά και άλλους τους χαρίζει απλόχερα ελπίδα, χαμόγελα και σούπερ μαγικές χρυσόσκονες αγάπης και ενότητας. Και αυτή η εποχή που παραπέμπει σε ένα καθολικό μαζί και σε ευτυχία, απλά παραπέμπει. Δεν οδηγεί εκεί απαραίτητα. Οικογένειες που ενώνονται γύρω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο και τραπέζι, δώρα που πρέπει να αγοραστούν με μισθούς πείνας (ή το επίδομα ΟΑΕΔ μακροχρόνια ανέργων), χαμόγελα που οφείλουν να σχηματιστούν από φόβο περιθωριοποίησης, σχέσεις απαραίτητο να κρατηθούν ή να αποκατασταθούν σ’ αυτήν την καθ’ όλα γιορτή της αγάπης. Και όλα αυτά τα ωραία στα πλαίσια του “πρεπισμού”.
Δεν είναι, ωστόσο, η χαρά της συν-ύπαρξης θέμα διαδικαστικό, ούτε εποχικό φρούτο. Είναι στάση ζωής από μόνη της. Και το θαύμα της ζωής μας χαρίζεται απλόχερα κάθε ώρα, όχι μόνο κατά τις γιορτές. Ας νιώσουμε ευγνωμοσύνη για τα δεδομένα και ελπίδα για τα μελλοντικά (καλώς) γενόμενα. Καλές συνειδητές γιορτές λοιπόν με το ακόλουθο απόσπασμα από το κείμενο του Mario de Andrade με τίτλο “Ο Πολύτιμος Χρόνος των Ωρίμων” :
«Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ότι έχω ζήσει έως τώρα.
Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.
Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δεν θα καταλήξει κανείς πουθενά.
Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που, παρά την χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει.
Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες.
Δεν θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί. Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.
Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν την θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους.
Μισώ να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα.
Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο. Συζητούν μετά κόπου για την επικεφαλίδα.
Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται. Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα.»