Το σπέρμα και το πάθος στεγνώνουν εξίσου γρήγορα. Όταν ήταν παιδί, λάτρευε τα μαρούλια, της φαίνονταν μαγικά έτσι τυλιγμένα, έτσι που μεγάλωναν στο μποστάνι της μάνας της. Οπότε πήγαινε και τα έβγαζε πέντε πέντε, τα κατέστρεφε πρόωρα και τα πήγαινε στο δωμάτιό της να τα θαυμάσει, να τα φχαριστηθεί. Η μάνα της τσαντιζόταν, δικαίως, που της κατέστρεψε τα μαρούλια πριν γίνουν έτοιμα για φάγωμα, αλλά αυτή τα αγαπούσε και τα κρατούσε μέχρι να μαραθούν. Μπορεί να ήταν πτώματα έτσι που τα έκοψε, αλλά αυτή ένιωθε περήφανη για τα ολοπράσινα παιχνιδάκια που της έκαναν παρέα. Στην εφηβεία αντί για μασχαλότριχες έβγαλε πολυβόλο στο στόμα και εκρηκτικά στα βυζιά της, σα να ήταν Ντιτζιμόν που εξελίσσεται η φάση. O γιατρός της είπε ότι έχει υπερβολικά πολύ ενέργεια, ο ανόητος δεν ήξερε καν ότι της άρεσε να κλέβει εννιάβολτες μπαταρίες και να τις βάζει στη γλώσσα. Εικοσιοχτώ χρονών ενήλικας πια, δεν την απασχολούσε ότι ήταν υπό κράτηση, ούτε ότι προσπαθούσε να χέσει με συνοδεία δυο αστυνομικών που περίμεναν να ψάξουν για το κομμάτι του παζλ. Πολλά λάθη είχε κάνει, η φάση με το παζλ δεν ήταν ένα που την ένοιαζε, δεν ήθελε να παραδοθεί έτσι εύκολα στη θέληση της μεσαίου μεγέθους επαρχιακή πόλης. Επειδή κάποιες μέρες ακόμα νιώθει την ανάγκη να ξεριζώσει πρόωρα μαρούλια, έτσι, επειδή μπορεί.
“Τελειώνεις πριγκηπέσσα;” O αστυνομικός έκανε ότι δεν κοιτούσε αλλά βέβαια είχε τσεκάρει μια χαρά τη λίγη γυμνή της σάρκα όπως είχε σκύψει για την τουαλέτα της. Δεν ήταν σίγουροι πως να το κάνουν, δεν είχε ξανατύχει, ο διοικητής είπε “πηγαίντε την εκεί πέρα στα δέντρα, αν χέσει στην τουαλέτα μπορεί να το χάσουμε το κομμάτι”. Αυτός την θυμόταν, αυτή όχι. Άβολη φάση. Είχαν πηδηχτεί στο πανεπιστήμιο κι αυτή έφυγε για μαθήματα, αλλά αυτός ένιωσε ξαφνικά άσχημα, πολύ άρρωστος, από έρωτα δύσκολο, μάλλον κάτι έφαγε. Αν και δεν ήταν της εκκλησίας πανικοβλήθηκε τόσο πολύ που προσευχήθηκε δυνατά, υποσχέθηκε να μην καπνίσει άλλο τσιγαριλίκι αν τον σώσει ο Θεός ή οποιοσδήποτε άγιος είναι ελεύθερος αυτή την ώρα στην περιοχή και εφημερεύει. Μια μεγάλη διμούτσουνη κατσαρίδα , σα μεταλλαγμένη ήταν, πέρασε μπροστά του αλλά δεν άντεχε να κουνηθεί, έτρεμε από τους σπασμούς πόνου. Σαν όραμα ή εικόνα από εκκλησία ανοίξαν οι ουρανοί, μπήκε φως στο δωμάτιο μέσα από τα δέντρα, του ήρθε χέσιμο, πήγε κι ανατινάχτηκε κανονικά, ένιωσε αμέσως πολύ καλύτερα, πάτησε βγαίνοντας την κατσαρίδα με ένα ψηλοτάκουνό της που βρήκε εύκαιρο, άναψε ένα τσιγαριλίκι. Στην δεύτερη ρουφηξιά ξαναμπήκε η κοπέλα μέσα.
-Καλά είσαι;
“Ναι, μια χαρά, σκότωσα και μια κατσαρίδα” απάντησε, τι να πει; Ακόμα κρατούσε το ψηλοτάκουνο, θα τον παρεξηγούσε για ανωμαλιάρη αλλιώς. Ήταν καλό παιδί, δεν είπε τίποτα, πήρε τις σημειώσεις που είχε ξεχάσει, του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και έφυγε. Και τώρα κοιτούσε παρόμοια δέντρα με εκείνη την περίεργη μέρα. Πότε θα γεμίσουν άραγε χρώμα; Μετάνιωσε που δεν είχε παρατηρήσει τον χειμώνα που τα έκανε τόσο γκρι σιγά σιγά, υποσχέθηκε να είναι πιο παρατηρητικός, αν του ξανακάτσει για πήδημα αυτή η καλή κοπέλα θα την γεμίσει χρώματα και θα τα προσέχει στις λεπτομέρειές τους, κάθε κλαδί, κάθε φύλλο, κάθε σύσπαση ζωής έχει αξία τελικά.
Κι αυτή τον θυμόταν. Τον είχε αναγνωρίσει κατευθείαν από τα χέρια. Τη μέρα που πηδήχτηκαν είχε φριχτή ημικρανία αλλά δεν είπε τίποτα, μόλις είδε τα χέρια του ήξερε ότι έπρεπε να τον κρεβατώσει. “Τι χέρια είναι αυτά!” φώναζε καθώς τα έβαζε στο στήθος της. Ήταν κάπως υπέρβαρος, τον έριξε στο κρεβάτι και τον καβάλησε. “Τι χερούκλες αγόρι μου!” ούρλιαξε καθώς της έπιανε τον κώλο και άρχιζε το ροντέο πάνω του με την ημικρανία να βαράει σαν το καμπαναριό της πλατείας. Αυτός τελείωσε γρήγορα, τραβήχτηκε ξαφνικά και την έχυσε στο στήθος και την κοιλιά, αυτή με τόσο πόνο στο κεφάλι είπε ότι έπρεπε να πάει σε μάθημα, ντύθηκε και έφυγε αλλά η ημικρανία την τσάκισε, της έπεσαν τα βιβλία λίγο πιο κάτω, διπλώθηκε από τον πόνο, κατάφερε να ισιώσει λίγο για να περπατήσει, σκεφτόταν τα χέρια του, τα πανέμορφα χέρια του, κατάφερε να ανοίξει την πόρτα αν και στο κεφάλι της βούιζαν χρώματα σαν ψυχεδελικό πανηγύρι, τον είδε με ένα ψηλοτάκουνο στο χέρι, ΘΕΕ ΜΟΥ ΤΙ ΧΕΡΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ; Δεν άντεξε του είπε “σ’αγαπώ”, νόμιζε το είπε δυνατά αλλά με την ημικρανία μάλλον το ψιθύρισε γιατί αυτός δεν απάντησε, μετά κάτι είπε για μια κατσαρίδα κι αυτή του είπε να πα να γαμηθεί και να μην ξανάρθει , φράση που επανέλαβε τώρα, τόσα χρόνια αργότερα καθότι το καθαρτικό που την είχαν βάλει να πιει έδινε ρέστα και με ένα-δυο σπασμούς γέμισε τον κουβά, σκουπίστηκε γρήγορα και σηκώθηκε να φύγει. Τον κοίταξε υποτιμητικά κάνοντας νόημα προς αυτά που του άφησε να πάει στον διοικητή του για επιθεώρηση να βρουν το κομμάτι από το παζλ:
“Και μη με ξαναπείς πριγκηπέσσα. Το μόνο κοινό που είχε ποτέ η ζωή μου με πριγκίπισσα από ταινία είναι ότι μάλλον με καταράστηκε κακιά μάγισσα όταν ήμουν μικρή κι ότι κάθομαι στο κρεβάτι όλη μέρα αν μπορώ.” Αν την έσφαζε κάποιος για αυτό που έκανε, τουλάχιστον δεν θα έλεγαν βλακείες τύπου “φώτιζε το δωμάτιο όταν έμπαινε”, ούτε κουράδες δεν φώτιζε.
Ο αστυνόμος δεν απάντησε. Αφενώς έπρεπε να συγκεντρωθεί για την μεταφορά του κουβά και αφετέρου ποτέ δεν του άρεσε να μιλάει παραπάνω. Μόνο οι ψυχολόγοι κερδίζουν όταν μιλάς. Από το εργοστάσιο παζλ είχε έρθει σήμα ότι ολοκληρώθηκαν όλα τα ανοιχτά παζλ και υπάρχουν δυο από τα οποία λείπει κομμάτι. Περιμένουν όλοι να δούνε αυτό που λείπει για να είναι σίγουροι πριν βάλουν μπρος πάλι την παραγωγή. Θα μπορούσαν απλά να τα καταστρέψουν και τα δυο, αλλά ο διευθυντής λέει θέλει να βάλουν το τελευταίο κομμάτι, να κορνιζώσουν το παζλ και να το βάλουν πάνω από την είσοδο για να θυμούνται όλοι αυτό που έγινε. Κι αυτός να θυμάται άλλη φορά όταν μιλάει με την πρώην γυναίκα του από σπίτι γκόμενας που έχει μόλις πηδήξει και ίσως είναι λίγο τσιμπημένη μαζί του να μιλάει πιο ήσυχα για να μην την βρίσκει την άλλη μέρα στο κρεβάτι της πρώην του.
Ο άλλος αστυνομικός δεν ήθελε να είναι εκεί καθόλου. Ούτε ήθελε να την δει να χέζει, ούτε να ανταλλάσσουν κακίες με τον συνάδελφό του. Δεν ήθελε να ζει σε αυτή τη μεσαίου μεγέθους επαρχιακή πόλη με το ανόητο εργοστάσιο παζλ και την τρελή μανία με το χάντμπολ, ούτε τα μαρούλια τους, ούτε τίποτα. Ακόμα και το εντυπωσιακό παλιό παραδοσιακό καφενείο με τον άπαιχτο ελληνικό καφέ στη χόβολη και τις μοναδικές διπλές πόρτες που ρουφούσαν κάθε βράδυ τους κατοίκους σαν τον αέρα. Το απαρνήθηκε προ πολλού μέσα του αυτό το μέρος αλλά ακόμα κι όταν η φασαρία και τα γέλια από τον καφενέ είχαν προ πολλού σβήσει κάπως έμεινε αυτός σα σκελετωμένη πινακίδα, σαν ανεμοδείκτης που έδειχνε πάλι και πάντα αυτόν τον τόπο σα να μην υπήρχε άλλος.
Στο τμήμα πάνε κατευθείαν στον διοικητή με τον κουβά. Έπινε καφέ, πιθανώς παραγγελία από τον καφενέ τον μαγικό. Η σχέση τους πολύπλοκη, ίσως χάσμα ηλικιακό, ίσως χαράδρα χαρακτήρων. Στο τέλος της καριέρας ο ένας ψάχνει το νόημα σε όσα έκανε, στην αρχή της καριέρας οι άλλοι δυο ακόμα ψάχνουν λόγο να πηγαίνουν στη δουλειά κάθε πρωί. Αυτός κοιτούσε το ρολόι και έβριζε που δεν είχε πάει ακόμα μεσημέρι να την κάνει, αυτοί κοιτούσαν το ρολόι αγχωμένοι να προλάβουν να τελειώσουν την χαρτούρα της ημέρας ή να λύσουν κάνα μυστήριο.
“Θα σας έλεγα αν θέλετε καφέ, αλλά δεν πίνετε εσείς οι δυο, ε;” το είπε σα να είχαν κάποια σοβαρή αναπηρία και οριακά κρατιόταν μην μιλήσει άσχημα λόγω πολιτικής ορθότητας. Γενικά υπήρχε θέμα σε ότι έπιναν και έτρωγαν, δεν ταίριαζαν σε τίποτα. Αν πήγαιναν μαζί σε κάποια υπόθεση ο διοικητής σταματούσε στα πιο βρώμικα της πόλης, τριπλασίαζε χοληστερίνη με κάθε μπουκιά. “Πάλι φύκια και ωμά ψάρια τρώτε ρε σεις;” γελούσε κατεβάζοντας σχεδόν ολόκληρο το 1.5 λίτρο ΚοκαΚόλας που του έδιναν δώρο οι ιδιοκτήτες των βρώμικων που – προφανώς – δεν είχαν και τελείως νόμιμη άδεια λειτουργίας. “Τι είστε μωρέ, αστακοί ή γλάροι και τρώτε τέτοια;” 3-4 καφέδες αυτός, ένα τσάι, νερό και ίσως κάποιο smoothie οι νέοι, γελούσε με το γάλα σόγιας τους και τα σόγια τους που δεν ήταν σαν το δικό του ογδόντα άτομα πρώτα ξαδέλφια αλλά κάτι ξενέρωτα στην πόλη που δεν έρχονταν ποτέ..
“Πήγε εντάξει η φάση με το χέσιμο;”
Έδειξαν ταυτόχρονα τον κουβά ως απάντηση.
“Πωωωως θα το κάνουμε τώρα; Πόσο μικρό είναι το κομμάτι;”
-Έχουμε στα αποδυτήρια ένα σιφώνι που μπορεί να λειτουργήσει σα δίχτυ πιστεύω αν αδειάσουμε τον κουβά εκεί θα το πιάσει. Τόσο καθαρτικό που της δώσαμε είναι σχεδόν νερό όλο.
Οι άνθρωποι της γενιάς του διοικητή σπάνια ξέρουν τι να πούνε και πως να το πούνε για να δείξουν ότι νοιάζονται. Δεν έχουν στο λεξιλόγιο αρκετές έννοιες σχετικές ούτε τις έχουν ακούσει σε χρήση αρκετές φορές για να ξέρουν πως και πότε να τις χρησιμοποιήσουν. Ήθελε απλά να πει “καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολη και άβολη φάση.” Βλέπει λίγο καφέ στα χέρια τους, στα παπούτσια τους, στο ένα παντελόνι. Αυτοί μάλλον δεν τα έχουν δει ακόμα αλλά πετάγονται φλέβες τους σε σημεία που δεν πετάγονται όταν είσαι ήρεμος, ξέρει ότι ζορίζονται. Μπορεί και να αντέχουν. Ο διοικητής σίγουρα δεν αντέχει πολλά τέτοια περίεργα και αναπάντεχα όμως.
“Εντάξει λοιπόν, κάντε το έτσι.”
Γύρισαν να φύγουν.
“Και που’στε. Μετά πάρ’τε ρεπό από εμένα και πηγαίντε σπίτια σας να κάνετε μπάνιο.”
Τελικά το βρήκαν εύκολα το κομμάτι. Το πήγανε στο εργοστάσιο και μετά σπίτια τους. Ήταν ήδη αργά για τα ρούχα και τα παπούτσια βέβαια. Το σπέρμα και το πάθος κι ο έρωτας στεγνώνουν εξίσου γρήγορα μερικές φορές.
Και τα σκατά.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης κυκλοφορεί πάντα με Ερσεφουρίλ και Ιμόντιουμ. Αν είστε από αυτούς που τους ανθρώπους που διαβάζετε βιβλία, ε, πατήστε εδώ να διαβάσετε και τα προηγούμενα κεφάλαια αυτού του βιβλίου.