Ξάπλωσες στο σιδερένιο κρεβάτι πλάι στο μισάνοιχτο ξύλινο παράθυρο. Η πλαστική δαντελένια κουρτίνα ανέμιζε και πίσω απ’ το λευκό πέπλο της δέντρα, λουλούδια, ένα πέτρινο σπίτι και κακαρίσματα από κότες. Άνοιξες το βιβλίο σου λαίμαργα να δεις τι σου επιφύλασσαν οι παρακάτω σελίδες, φύσηξε και μύρισε γιασεμί, υγρασία στις κόγχες των ματιών σου, προσπάθησες να φυλακίσεις τη στιγμή σαν screenshot στο κινητό σου αλλά μάλλον δεν θα χρειαζόταν. Ευτυχία. Αυτό ήταν επιτέλους, απλά αυτό…
Έρχονται στιγμές, ευτυχώς όχι συχνά αλλά έρχονται, που εκεί που τα ‘χεις όλα βάλει σε μια τάξη, μια σχετικά όμορφη ρουτίνα, σπίτι, δουλειά, σχέση, φίλοι, κάτι συμβαίνει και φέρνει τα πάνω κάτω. Πως όταν σκουπίζουμε την αυλή και εκεί που έχουμε συγκεντρώσει όλα τα φύλλα και τα χώματα μαζί, λίγο πριν τα σπρώξουμε στο φαράσι φυσάει ξαφνικά και τα σκορπίζει όλα; ‘Έτσι. Με μιας αλλάζει η ρότα της ζωής, όνειρα επαναπροσδιορίζονται, συνήθειες αλλάζουν και οι άνθρωποι που σε περιβάλλουν δείχνουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Κάποιοι μένουν δεμένοι δυνατά μαζί σου, κάποιων το χέρι ξεγλιστρά μέσα απ’ το δικό σου, άλλοι μετατρέπονται σε απαθείς παρατηρητές. Ξεκαθαρίσματα ζωής… τα ξερά φύλλα που λέγαμε πριν πέφτουν, στροβιλίζονται στον αέρα κι αυτός τα στέλνει στ’ ανάθεμα…
Και μαζί με τους άλλους ξεγυμνώνεσαι κι εσύ. Μένεις στ’ αληθινά μόνος με τον εαυτό σου κι η ζωή περνά απ’ τα μάτια σου χιλιάδες φορές καθημερινά. Πως μεγάλωσες, τι επιλογές έκανες, τα μεγάλα γέλια, οι δυνατές στενοχώριες, ο λαβύρινθος της ψυχής σου τόσο δαιδαλώδης, που σε πνίγει. Έλεγες πως ήξερες τον εαυτό σου, πως αντιδρά, πότε αγαπά και πότε θυμώνει, πότε κλαίει και πότε σιωπά. Έλεγες πως ήξερες μα ήξερες λίγα. Όσα σου είχαν επιτρέψει οι συνθήκες να μάθεις. Οι εύκολες συνθήκες.
Και οι μέρες περνούν μουντές κι άραχνες σαν να είναι καταχείμωνο κι ας είναι ντάλα καλοκαίρι με ήλιο ξεδιάντροπο και κρυστάλλινα νερά. Κι εσύ παλεύεις να σκαρφαλώσεις στον τοίχο να περάσεις απέναντι μα ο τοίχος μια είναι λείος και γλιστρά, μια είναι τραχύς και σε πληγώνει. Κι εσύ; Μια χαμογελάς και ξαναπροσπαθείς, μια κάθεσαι χάμω και σφαλίζεις με τα χέρια τα μάτια να μη βλέπεις τίποτα. Θέλεις να περάσει ο καιρός να γκρεμιστεί ο τοίχος να γίνει σμπαράλια, να δεις την αντιπέρα όχθη, ν’ αρχίσεις ξανά να ζεις, να ονειρεύεσαι να ελπίζεις… Κι όσο περιμένεις τόσο ο χρόνος γίνεται ελαστικός κι επιμηκύνεται σαν την τσιχλόφουσκα που μασούσες μικρή. Μπούκωνες όσες περισσότερες μπιγκ μπάμπολ χωρούσαν στο στόμα, τις έκανες μια μάζα και μετά τραβούσες μια άκρη έξω απ’ το στόμα με το χέρι κι αυτή γινόταν λάστιχο. Αυτό σ’ ενοχλούσε περισσότερο απ’ όλα: η παύση στη ζωή σου, οι κενές δίχως νόημα μέρες που ανακουφιστικά γίνονταν νύχτες και πάλι απ’ την αρχή.
Κάποια στιγμή μέσα από τα παρήγορα λόγια που άκουγες, τα αμέτρητα βιβλία που διάβαζες κάτι μικρό σου τράβηξε την προσοχή: «Μην περιμένεις το Σαββατοκύριακο για να είσαι ευτυχισμένος». Σκέφτηκες πως πάντα κάτι περιμένουμε να συμβεί για να νιώσουμε χαρούμενοι: κάποιο σημαντικό γεγονός, την άδεια, τις διακοπές, το τέλος μιας βασανιστικής περιόδου… ‘Έτσι περιμένοντας χάνουμε τις ώρες που απλόχερα μας έχουν δοθεί να αξιοποιήσουμε όπως εμείς θέλουμε. Αφήνουμε τον πολύτιμο χρόνο να τρέξει ανάμεσα στα δάχτυλα σαν άμμος και να χαθεί αντί να τον σφίξουμε στη χούφτα μας δυνατά μην τυχόν και φύγει.
Σκέφτηκες πως το καλύτερό που είχες να κάνεις ήταν να ανέβεις στο κύμα της ζωής και να το αφήσεις να σε πάει μακριά νιώθοντας ευγνωμοσύνη και αγαλλίαση, που μπορείς να το κάνεις. Να μην νιώσεις ποτέ πως υπάρχει μερίδιο ζωής που δεν έχεις ζήσει απ’ αυτή που σου αναλογεί…
Άνοιξες τα μάτια, δεν κατάλαβες πόση ώρα κοιμόσουν. Η δαντελένια κουρτίνα ανέμιζε και χάιδευε ελαφρά το πρόσωπό σου. Χαμογέλασες και γύρισες πλευρό, τον είδες να κοιμάται δίπλα σου και περιεργάστηκες αργά σαν να ήταν ιεροτελεστία τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τα κλειστά βλέφαρα, την καμπουρίτσα της μύτης, τα μάγουλα, τα χείλη… Απ’ το πέτρινο σοκάκι που περνούσε μπροστά απ’ το σπίτι σαν να άκουσες κάποιον να σφυρίζει μια μελωδία, ίσως ήταν κι η ιδέα σου αλλά τόσο σου άρεσε η ιδέα αυτή…
«Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
άλλα είναι εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα.
Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ.
Σαν να `μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα.
Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά,
πάντα πάντα θα `ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.»
(το παράπονο- στίχοι : Οδυσσέας Ελύτης)