Με κουράζει η Αθήνα. Δεν χρειάζεται καν να κάνω κάτι. Πέντε ώρες συναντήσεις και κουβέντα. Βασικά καφέ πίναμε και αυτά τα ξερακιανά μπισκότα που βάζουν πάντα συνοδεία. Αλλά ο θόρυβος, η μόλυνση, ο κόσμος…κάτι με κούρασε. Περπάτησα γρήγορα να ξεφύγω μόλις τελειώσαμε και με ρούφηξε η είσοδος του μετρό. Όχι, δεν θα κάνω άλλες δουλειές σήμερα, φτάνει. Θέλω να μαζευτώ γρήγορα σπίτι και να σκεφτώ κάτι ευχάριστο.
Δίπλα μου στο παγκάκι του σταθμού μια κυρία σαραντάρα καλοστεκούμενη. Αρκετά ωραία ώστε όταν γράφω “σαραντάρα” να έχω έναν ενδοιασμό. Τσέκαρα το κινητό μου γιατί και αυτή έπαιζε με το δικό της. Δικαίωμα. Αλλά εγώ τσέκαρα απλά. Αυτή έγραφε μανιωδώς. Πολλές κοπέλες έχουν ταχύτητα σε αυτά τα μικρά πληκτρολόγια, αυτή πέταγε. Με την άκρη του ματιού μου είδα ότι είχε γεμίσει σχεδόν σελίδα.
Ήρθε το τραίνο. Με το ποδήλατο πάντα μπαίνω τελευταίος και ψάχνω πιο άδειο βαγόνι για να μην ενοχλώ. Ευτυχώς είχαν όλα χώρο οπότε μπήκα στο ίδιο με την μανιακή πληκρολόγο μου. Αυτή έκατσε, εγώ όρθιος με το ποδήλατο στον διάδρομο. Κοίτα σύμπτωση! Ακριβώς από πίσω της…
“….δεν έχω παράπονο στο κρεβάτι. Βέβαια ήταν καλύτερα στην αρχή αλλά προσπάθησες. Απλά δεν σου βγαίνει φυσικά αλλά αυτό το ήξερα από την αρχή….”
Χυλόπιτα; Η κούρασή μου εξαφανίστηκε. Άκουγα το αίμα μου, κοκκίνισαν τα αυτιά μου, έπρεπε να κάνω τον James Bond τώρα και να μην δείξω τίποτα αλλά ολόκληρος είχα πάρει φωτιά από το ενδιαφέρον μου για την υπόθεση στο κινητό. Κι άλλη κλεφτή ματιά:
“...ότι και να κάνουμε δεν θα βελτιωθεί η κατάσταση. Χωρίζουμε.”
Πιο πολύ εντύπωση μου έκανε ότι δεν έκανε καν παύσεις. Μετά το “χωρίζουμε” πάτησε το τριγωνάκι αποστολής στο Facebook χωρίς καν να κοντοσταθεί. Να κοιτάξει πιο πάνω αν έκανε λάθη στο κείμενο. Εγώ για το ίδιο κείμενο θα είχα κάνει δυο ώρες και είκοσι λάθη. “….ότι και να κόψουμε δεν θα βουλωθεί η επανάσταση. Χιονίζουμε.”
Αυτή όμως απλά πάτησε το σπιτάκι στο κινητό της και άνοιξε Candy Crush Saga. Πήγαινε και καλά σε σκορ όταν ακούστηκε ο ήχος εισερχόμενου μηνύματος Facebook. Αυτό το “ping!” το ενοχλητικό. Αυτή τελείωσε την πίστα βέβαια πριν το κοιτάξει. Εγώ μέτραγα στάσεις για να ξέρω αν θα προλάβω να μάθω τι έγινε.
“…κάτι…κάτι (δεν τα έβλεπα όλα, είχε μακριά μαλλιά που έκρυβαν το τηλέφωνο μερικές φορές)...με ποιόν θα μείνει ο Αντρέας;”
Τσαντίστηκα. Καλά να το παίζω εγώ περίεργος Κατίνος εδώ αλλά αυτοί οι τρελοί χωρίζουν και συζητάνε ποιος θα πάρει το παιδί έτσι ήρεμοι με μηνυματάκια στο Facebook; Έχω τρία παιδιά και έχω δώσει επικές μάχες για πάρτη τους. Χρόνια ολόκληρα. Εντάσεις, κλάμα, φωνές κι από τους δυο μας για να το λύσουμε το θέμα. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ανθρώπους που να συζητάνε έτσι το μέλλον μιας ψυχής ανάμεσα σε διαμάντια κόκκινα στο Candy Crush να σκάνε. Θα της πω κάτι. Δεν με νοιάζει τι θα σκεφτεί και πως το ξέρω. Ναι ρε, διάβαζα το κινητό σου, ναι, είμαι περίεργος, έχεις πρόβλημα; Αυτό είναι το θέμα ή ο μικρός;
Το τραίνο έφτασε στο τέρμα, βγήκαμε και οι δυο. Από κουσούρι έμεινα κοντά της. Στις κυλιόμενες ετοίμαζα το λογύδριό μου. “Μου πέφτει λόγος, ναι ρε, μου πέφτει. Γιατί αύριο ο μικρός θα βγει στην κοινωνία και θα καθαρίζει κόσμο έτσι που τον παρατάς, έτσι που τον ξεπετάς με φόντο το σκούρο μπλε του Facebook στο κινητό σου.” Βγήκαμε έξω και επιτάχυνα για να βγω μπροστά της να της τα πω αλλά δεν πρόλαβα.
“Καλώς το παιδί μου!” Άνοιξε την αγκαλιά της προς μια εύσωμη κυρία. Από πίσω της με κόκκινο λουράκι παρουσιάστηκε ένα μικρό τεριέ. Φορούσε και καρώ γιλέκο.
“Αντρέα αγάπη μου!“