Ενώ εδώ από Δήμος Ικαρίας γίναμε Διόνυσος, αλλού αποφάσισαν μόνοι τους να πούνε “Διόνυσο” το χωριό τους! Ιδού η ιστορία:
…Από το 1924 τρεις τσελιγκάδες Σαρακατσάνοι των Αγράφων, ο Βελέντζας, ο Βαλαώρας κι ο Πατσαούρας κατέβαιναν να ξεχειμωνιάσουν σε τούτη την άκρη της Κωπαΐδας, που λεγόταν Τσαμάλι, με τα κοπάδια και τους υποτακτικούς τους.
Με τα πρόβατά τους μπροστά, που τα συνόδευαν οι μακρυμάλληδες σκύλοι τους και τις πραμάτειες τους, (τις βαριές κάπες, τ’ ασκιά, τις καρδάρες και τα άλλα συμπράγκαλα) φορτωμένα στα μικρόσωμα άλογά τους, κατέβαιναν το Φθινόπωρο ως εδώ, ξεχειμώνιαζαν και ανέβαιναν και πάλι στα ψηλώματα των Αγράφων.
Κάπου 620 απ’ αυτούς Σαρακατσάνοι, ύστερα από πολλές προσπάθειες δικές τους και ενέργειες του πολιτικού τους Καφαντάρη κατόρθωσαν να εγκατασταθούν οριστικά εδώ και να χτίσουν το χωριό.
Το ονόμασαν Διόνυσο, γιατί, σε μικρή απόσταση από τα νότια σπίτια του χωριού, βρίσκονται τ’ απομεινάρια ( μικρά διαμερίσματα και βάθρα αγαλμάτων σκαλισμένα στους πρόποδες του βράχου) ναού, που θεωρήθηκε ότι ήταν του θεού Διόνυσου, ενώ ήταν του Ηρακλή (Παυσ. 9.38 1-6).
Οι Τσαμαλιώτες δε μιλούν άλλη γλώσσα από την Ελληνική κι ούτε είχαν άλλο επάγγελμα από του βοσκού. Τώρα όμως έχουν πάρει και γεωργικούς κλήρους από την Κωπαΐδα, που τους καλλιεργούν κι έτσι ζουν με κάποια άνεση.
Παρ’ όλα αυτά όμως, κι ενώ απόχτησαν σύγχρονα σπίτια με όλες τις ανέσεις και χωριό με όμορφο σχέδιο, ευθύγραμμους δρόμους, ωραία πλατεία, απλόχωρο διδακτήριο και μια ομορφότατη εκκλησιά – σωστό βυζαντινό αρχιτεκτονικό υπόδειγμα, έργο βέβαια της αξιέπαινης ευσέβειας και καλαισθησίας τους – δεν ξεχνούν οι γέροι τουλάχιστον τα παλιά τους λημέρια.
Συνηθισμένοι άλλοτε να ζουν στις δασωμένες ψηλές βουνοκορφές της Νιάλας και του Τσιατούρα των Αγράφων, φτερώνει η ψυχή τους από το νόστο της επιστροφής για να χωθούν στα ρουμάνια τους, να δρασκελίσουν τις ρεματιές τους, ν’ ανασάνουν τον αέρα των ελατιάδων τους…
(Ευθύμιος Δάλκας (1909 – 2003), Λειβαδιά: Ιστορικοί περίπατοι στα βορειοανατολικά της – Αθήνα 1985)