Ο έρωτας είναι μία κατάσταση που μοιάζει πολύ σε ορισμένα σημεία του με την ψυχοπαθολογία. Είναι από τα πιο δυνατά και όμορφα συναισθήματα που μπορεί να ζήσει κανείς και είναι το μέσο που η φύση μας έχει δώσει για την αναπαραγωγή μας.
Η κατάσταση του έρωτα χαρακτηρίζεται από την απώλεια του ελέγχου. Είναι από τις πιο συμβιωτικές (συγχωνευτικές) εμπειρίες ζωής. Επίσης, ο έρωτας τυφλώνει υπό την έννοια ότι δεν βλέπουμε ακριβώς την πραγματικότητα αλλά επενδύουμε το ερωτικό αντικείμενο με πλήθος φαντασιώσεων και προβάλλουμε πάνω του ό,τι θα θέλαμε να είναι.
Σε αυτό το σημείο ο έρωτας διαφέρει από την αγάπη. Καθώς στη μία κατάσταση κυριαρχεί το φαντασιακό, ενώ στη δεύτερη η πραγματικότητα του προσώπου. Η μυθοποίηση του ερωτικού αντικειμένου είναι βασικό χαρακτηριστικό του έρωτα. Το μυστήριο του αγνώστου είναι επίσης μία βοηθητική συνθήκη για την ενθρόνιση. Άλλωστε ετυμολογικά ο έρωτας προκύπτει από το ερωτάω-ερωτώ (=ζητώ). Αποδίδεται στον άλλο αυτό το οποίο λείπει από τον εαυτό. Και φυσικά (και ευτυχώς!) είμαστε ελλειματικοί και ο καθένας μας χρειάζεται τη συνάντησή του με έναν άλλο.
Το μυαλό κατακλύζεται από την σκέψη για τον άλλο και το σώμα αντιδρά με ποικίλλες εκφράσεις (ταχυκαρδία, ανέβασμα της θερμοκρασίας, διαστολή της ίριδας, αλλαγή της οσμής του σώματος κ.ά.). Το ερωτικό αντικείμενο γίνεται εμμονή και ψυχοσωματικές αντιδράσεις εμφανίζονται…
Ωστόσο, είναι μία από τις καταστάσεις που μας κάνει να αισθανόμαστε ζωντανοί όσο ποτέ. Ο έρωτας υμνεί τη ζωή και παρόλο που φέρει πάθος (το παθαίνουμε, πάσχουμε και ενίοτε οδυνηρά), δίνει νόημα στη ζωή.
Υπάρχουν πολλοί που φοβούνται τη δυνατότητα της οδύνης του. Σχεδόν κανείς δεν μπορεί να αποφύγει την ερωτική απογοήτευση, καθώς για να υπάρξει ικανοποίηση πρέπει ο έρωτας να είναι αμοιβαίος, κάτι που δεν συμβαίνει πάντα.
Η ερωτική απογοήτευση βιώνεται ως απώλεια τμήματος του εγώ. Γιατί πράγματι, η υπερεπένδυση που υπάρχει στο ερωτικό αντικείμενο καθιστά το υποκείμενο ευάλωτο. Δεν είναι λίγες οι φορές που μία ερωτική απογοήτευση γίνεται αφορμή για την έναρξη μίας ψυχοπαθολογίας. Ωστόσο, είναι μόνο η αφορμή και όχι η αιτία, καθώς υποδηλώνεται σε αυτές τις περιπτώσεις η αδυναμία του Εγώ να ανακτήσει την ακεραιότητά του μετά το πένθος της απώλειας.Πολλοί μετά από το βίωμα τέτοιου πόνου κλείνονται στο καβούκι τους και αποφεύγουν να αφεθούν. Ό βασικότερος κίνδυνος τους φαίνεται αυτή η απώλεια του ελέγχου.
Αποφεύγοντας όμως τον έρωτα, αποφεύγει κανείς τη ζωή και το υποκείμενο μετατρέπεται σε αυτό που στα αγγλικά αποκαλείται control freek. Όμως πάντα κάτι λείπει παρά την ψευδαίσθηση της αυτάρκειας…
Η αίσθηση της αυτάρκειας είναι μία παγίδα. Καθώς ο άνθρωπος δεν ανήκει στην κατηγορία των ερμαφρόδιτων οργανισμών, τίθεται από τη φύση του στην αναζήτηση του ερωτικού αντικειμένου.
Ο έρωτας, εντούτοις, πάντα έχει ρίσκο καθώς δεν γνωρίζει κανείς την έκβαση του εκ των προτέρων.
Ωστόσο, για όλους υπάρχει η δυνατότητα της εκπλήρωσης του. Έτσι, είναι πράγματι κρίμα ο φόβος για μία ερωτική απογοήτευση να θωρακίζει το υποκείμενο και να του στερεί αυτή τη δυνατότητα.
Η εκπλήρωση του έρωτα φέρει και την αποκλιμάκωσή του. Όταν είσαι με τον άλλο και συμβιώνεις, τον μαθαίνεις και σε μαθαίνει. Οι αρχικές ψευδαισθήσεις χάνονται για να δώσουν τη θέση τους στην πραγματικότητα. Αφού ο έρωτας έχει ως βασικό συστατικό την αναζήτηση του άλλου (ερωτάω-ερωτώ) όταν ο άλλος είναι παρών με σάρκα και οστά και διαθέσιμος τότε μειώνεται και η αρχική ένταση.
Πολλοί λένε ότι ο έρωτας κρατά από λίγα λεπτά ως τρία χρόνια…
Άλλοι, ότι η ερωτική μανία κρατά περίπου οχτώ μήνες και μετά τείνει να καταλαγιάσει.
Η πιο αισιόδοξη οπτική είναι αυτή που θέλει τον έρωτα να αυξομειώνεται σαν κύμα μέσα στη διάρκεια ζωής μίας σχέσης.
Όμως, τι γίνεται μετά το ξεπέρασμα του αρχικού ενθουσιασμού;
Εμπνεόμενη από τη θεώρηση του μεγάλου Γάλλου ψυχαναλυτή Didier Anzieu, σας μεταφέρω την άποψή του για το μέλλον του έρωτα, όπως την περιγράφει στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του: “Créer-Détruire”.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την άποψη ο έρωτας έχει τέσσερα πιθανά σενάρια μέλλοντος.
1) Στην πρώτη περίπτωση, όταν αρχίζει να ξεθυμαίνει, αρχίζει ο ένας και αποδίδει την απώλεια της αρχικής μαγείας στον άλλο, κατηγορώντας ή κρίνοντάς τον/την. Ο ένας επιθυμεί να αλλάξει τον άλλο, να τον προσαρμόσει περισσότερο σε αυτό που στην αρχή φανταζόταν ότι ήταν. Σε αυτή την περίπτωση, (από τις πιο κοινές σήμερα) το ζευγάρι αναπτύσσει μία αυξανόμενη εχθρότητα η οποία καταλήγει στο χωρισμό.
2) Στη δεύτερη περίπτωση, συμβαίνει ακριβώς το ίδιο με παραπάνω. Μόνο που εδώ τα μέλη δεν χωρίζουν και αντικαθιστούν το ερωτικό πάθος με την εχθρότητα μεταξύ τους. (Είναι πιο κοινό αυτό το σχήμα σε προηγούμενες γενιές τουλάχιστον στην Ελλάδα-όπου η κοινωνία δεν ήταν τόσο ανεκτή στα διαζύγια). Το ζευγάρι μπορεί να δημιουργεί από κοινού ή όχι, και το σχήμα δεν κινδυνεύει. Ωστόσο, τα μέλη του είναι δυστυχισμένα και εγκλωβίζονται στο σχήμα ρόλων θύτη/θύματος, ρόλοι που συνήθως εναλλάσσονται και δημιουργούν ένα αρνητικό πρότυπο σχέσης για τα παιδιά, εφόσον υπάρχουν.
3) Στην τρίτη περίπτωση εμφανίζεται ένα τρίτο πρόσωπο, (ή και τέταρτο), για να αντικαταστήσει αυτό που χάθηκε μέσα στο ζευγάρι. Πολλοί είναι αυτοί που δεν μπορούν να ανεχτούν ζωή χωρίς να είναι ερωτευμένοι και έτσι τα τρίτα πρόσωπα προσφέρουν μία τέτοια λύση. Γνωρίζουμε πόσο κοινές είναι οι εξωσυζυγικές σχέσεις. Το ζευγάρι μπορεί να μην χωρίσει ποτέ. Μπορεί ο ένας να μην μάθει ποτέ τις εξωσυζυγικές σχέσεις του άλλου ή μπορεί και να τις μάθει. Η απιστία που γίνεται αντιληπτή δημιουργεί μία μεγάλη κρίση στο ζευγάρι που είτε θα καταφέρει να την ξεπεράσει (μέσα από επεξεργασία), είτε θα την απωθήσει (θα προσπαθήσουν να το ξεχάσουν), είτε θα δημιουργήσει ανυπέρβλητη εχθρότητα (βλ. τη δεύτερη περίπτωση) είτε θα χωρίσει.
4) Η τέταρτη περίπτωση είναι αυτή που τόσο το ζευγάρι, ως σχήμα, έχει διάρκεια, αλλά και τα μέλη του είναι ευτυχή. Εδώ, η αρχική απομόνωση του ερωτευμένου ζευγαριού αρχίζει να ανοίγει προς την κοινότητα των φίλων, χωρίς ωστόσο να χάνει παντελώς την ιδιωτικότητά του. Από την άλλη, ο ένας στηρίζει τον άλλον στην εξέλιξή του. Μία τέτοια σχέση απαντιέται περίπου στο 5% των περιπτώσεων και απαιτεί μεγάλη ψυχική ωρίμανση από τα μέλη της.
Σε πολλές βέβαια περιπτώσεις, φαίνεται να υπάρχει ένα μεικτό σχήμα σχέσης, δηλαδή να συνυπάρχουν διαδοχικά κάποια από τα σενάρια που αναφέρει ο Anzieu.
Το σημαντικότερο για την αίσια έκβαση ενός έρωτα έχει να κάνει με την ωριμότητα των μελών της, μία ωριμότητα που περισσότερο σχετίζεται με την επεξεργασία των προηγούμενων εμπειριών, την απόφαση, την ψυχική ενηλικίωση, την ικανότητα του σχετίζεσθαι του υποκειμένου παρά με την ηλικία.
Εφόσον δεν έχει επιτευχθεί, πολλά προβλήματα θα βρεθούν για να διαλύσουν τη σχέση ή να κάνουν τα μέλη της δυστυχή.
Μία άλλη βασική παράμετρος είναι το πρότυπο σχέσης που έχει ο καθένας από το γονεϊκό ζεύγος.
Σε ποια από τις παραπάνω περιπτώσεις αναγνωρίζετε τη σχέση που είχαν οι γονείς σας; Τι αναπαράγετε από αυτήν ή τα έχετε καταφέρει να σπάσετε τον φαύλο κύκλο της επανάληψης αρνητικών εμπειριών;
Έτσι, στην περίπτωση, για παράδειγμα, διαζευγμένων γονιών διπλασιάζονται οι πιθανότητες διαζυγίου μελλοντικά στο παιδί. Στην περίπτωση συζυγικής κακοποίησης, επίσης.
Ακόμη κι αν αυτό το πρότυπο όμως είναι αρνητικό ή και τραυματικό για το υποκείμενο, μέσα από την επεξεργασία που προσφέρει μία ψυχοθεραπεία για παράδειγμα, μπορεί να υπάρξει απελευθέρωση από το αρνητικό πρότυπο το οποίο, αντίθετα, γίνεται μάθημα προς αποφυγή, όχι της σχέσης, αλλά των κακώς κειμένων της σχέσης.
Τέλος ναρκισσιστικές παθολογίες δυσκολεύουν το πέρασμα από τη συγχωνευτική κατάσταση του έρωτα στην αγάπη. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για τα υποκείμενα που είναι ερωτευμένα με τον έρωτα και όχι με το πρόσωπο, οπότε προτιμούν να ζουν διαρκώς το πέρασμα από τη μία σχέση στην άλλη.
Οπως και νά΄χει, το βασικό συστατικό μιας σχέσης για να διατηρηθεί και να είναι ικανοποιημένα τα μέλη της είναι η ύπαρξη της απόλαυσης. Δυστυχώς, πολλά ζευγάρια το ξεχνούν και ασχολούνται μόνο με θέματα καθημερινότητας, όπως είναι η πληρωμή λογαριασμών και ζητήματα ανατροφής των παιδιών.
Παρόλα αυτά τα σημαντικότερα στοιχεία για την ομαλή πορεία της σχέσης είναι η αίσθηση της καλής επικοινωνίας και η ικανοποιητική σεξουαλική ζωή.
Τέλος θα τολμούσα να κάνω μία μαθηματική μεταφορά για τον έρωτα και την αγάπη….
Ο έρωτας μοιάζει να είναι: 1/2+1/2=1ενώ η αγάπη: 1+1=2.
Ο έρωτας κάνει το υποκείμενο να αισθάνεται μισό και να ψάχνει για το έτερον ήμισυ, ενώ η αγάπη
αναγνωρίζει την ετερότητα του άλλου και την αποδέχεται. Αναγνωρίζει το πρόσωπο στον άλλο και η τύφλωση υποχωρεί. Το “εγώ” τότε μπορεί να γίνει “εμείς”.
Τέλος, φαίνεται να ισχύει το “αγαπάτε αλλήλους ως εαυτόν” κι όπως αγαπάμε τον εαυτό μας έτσι αγαπάμε και τον άλλον. Η αγάπη στην περίπτωση που υπάρχει αυτοσεβασμός και σεβασμός στον άλλο είναι γλυκειά ως την τελευταία της σταγόνα.
Αλλιώς μάλλον δεν πρόκειται για αγάπη αλλά για κάτι άλλο…
Δήμητρα Σταύρου – Ψυχολόγος