Νυχτώνει εξουθενωτικά. Έτσι νυχτώνει από όταν έφυγες. Δακρυσμένα φαντάσματα σκορπίσανε στη γη, νεράιδες και αερικά σε έψαχναν με μανία. Τζάμπα ψάχνουν, σκέφτηκα. Μόνο εγώ ήξερα που ήσουν. Ήσουν εκεί μαζί μου. Καπνίζαμε σ’ένα παγκάκι και μετά βόλτα στη παραλία για παγωτό. Έλιωνε ο ήλιος, λιώναμε και μείς και στάζαμε παγωτό φράουλα. Σε φιλούσα και νόμιζες ότι ήσουν ευτυχισμένη. Μου χαμογελούσες και άνθιζα. Τώρα ξέχασα να ανθίζω, πάνε χρόνια.
Και το άρωμα των λουλουδιών ξέχασα από εκείνη τη μέρα που ήσουν αλλού. Πού είσαι; Σε ρώτησα και δεν απάντησες, με κοίταξες μόνο και κατάλαβα πολλά. Ήθελες να παίξουμε. Ωραία σου είπα ας παίξουμε. Πήρες ένα σκοινί και το κρέμασες σε μία γέρικη ιτιά. Κούνια θα φτιάξουμε τώρα;
«Όχι μου είπες, κάτι καλύτερο, πιο όμορφο και σύνθετο. Σήμερα θα φτιάξουμε τον έρωτα. Σήμερα θέλω να πετάξω. Θέλω να με βοηθήσεις να πετάξω. Θέλω να μην πονάω πια τα ηλιοβασιλέματα…»
Πολλά θέλεις σκέφτηκα, αλλά ας είναι, αφού θα σε δω να πετάς μου φτάνει.
Ανέβηκες σε μία καρέκλα και τύλιξες το σκοινί στο λαιμό σου. Κάτι πράσινα φύλλα θρόισαν και τα κοίταξες με απορία.
«Πρώτη φορά βλέπω φύλλα να θροΐζουν ελπίδα» μου είπες και συνέχισες να τα κοιτάς με τη μωρουδιακή αθωότητα των πρώτων ανακαλύψεων του κόσμου. Έστρεψες το βλέμμα σου σε μένα, πιο σοβαρή τώρα.
« Όταν σου χαμογελάσω σπρώξε την καρέκλα και μετά φύγε. Ντρέπομαι να με βλέπουν να πετώ. Μην ξεχάσεις ποτέ πως σ’αγαπάω.» ψιθύρισες και αμέσως χαμογέλασες. Έσπρωξα την καρέκλα, συνέχισες να χαμογελάς, ύστερα μελάνιασες και μετά ήρθαν κάτι μπλε πεταλούδες και χόρεψαν τριγύρω σου. Δεν θυμάμαι μετά.
Αργότερα στο φέρετρο πάλι χαμογελαστή ήσουν και οι γονείς σου επίσης χαμογελούσαν καθ’όλη την διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Η γελαστή οικογένεια σκέφτηκα, που το χαμόγελό τους φυλακίζει τη μελαγχολία ολόκληρου του σύμπαντος.
Βαθιά μια τρύπας σε σκέπασε το χώμα, μαύρο χώμα και βαρύ για σένα την αλαφροΐσκιωτη. Κάποτε με ρώτησαν γιατί αυτοκτόνησες. Δεν απάντησα, αλλά ήδη μέσα μου γνώριζα ότι έφταιγαν τα ηλιοβασιλέματα, που τσάκιζαν τη ψυχή σου και δεν άντεχες.
Νύχτωσε και πάλι. Βιάζομαι. Κάθε μέρα νυχτώνει από τότε. Δεν με νοιάζει πια, αφού εσύ λείπεις. Σταμάτησα πλέον να γράφω ποιήματα για εμάς. Γράφω μόνο για ένα αιμάτινο φεγγάρι που χάθηκε στα κλαδιά μιας γέρικης ιτιάς πάνω από ένα νεκροταφείο. Τέτοια φεγγάρια κυνηγάω, τα σκοτώνω για να μπορώ μετά να τα φαντάζομαι. Να τα κατασκευάζω όπως θέλω εγώ. Τόσο μόνο. Τέτοια μόνο. Για να παίρνω δύναμη, να κουβαλάω τις νύχτες απο δώ και πέρα.