Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια ταμπέλα λευκή και περιφερόταν.
Η Παράδοση, η Κοινωνία, η Μισαλλοδοξία, το Κόμπλεξ και το Ανεκπλήρωτο τη λυπήθηκαν και έτσι μετά από πολλή σκέψη αποφάσισαν να της κάνουν ένα δώρο. Έτσι της έστειλαν τον Πολλαπλασιασμό. Η ταμπέλα χάρηκε πολύ γιατί είχε βαρεθεί να είναι μόνη της και να μην έχει φίλους. Έτσι, παρέα πλέον με τον Πολλαπλασιασμό η μια ταμπέλα έγινε πολλές ταμπέλες.
Όσο πλήθαιναν τόσο χαιρόταν η ίδια. Έγιναν τόσες πολλές που βγήκαν στο δρόμο και περιφερόταν ανάμεσα στους ανθρώπους και τις Συνήθειες χωρίς όμως να τους ενοχλούν. Εξάλλου πόσο ενοχλητική μπορεί να είναι μια λευκή ταμπέλα;
Όλα κυλούσαν όμορφα -κατά τα φαινόμενα- μέχρι που μια μέρα, η Παράδοση, η Κοινωνία, η Μισαλλοδοξία, το Κόμπλεξ και το Ανεκπλήρωτο, αντιπροσωπεύοντας μια ομάδα ανθρώπων η καθεμία, συγκάλεσαν συμβούλιο.
Στο τραπέζι έπεσε το Θέμα το οποίο εκείνες τις μέρες ασχολούνταν με τις λευκές ταμπέλες ενώ οι υπόλοιποι, με αρχηγούς τη Συκοφαντία και το Στίγμα, προβληματίζονταν για τις ομάδες των ανθρώπων που δεν ήταν υπό την κατοχή τους και που όσο και να προσπαθούσαν δεν μπορούσαν να τους κάνουν οπαδούς τους.
Φασαρία πολλή έγινε. Πολλές γνώμες ακούστηκαν. Η Ώρα περνούσε συνέχεια βιαστικά έξω από την πόρτα και ανά διαστήματα τους σφύριζε επίμονα. Την στιγμή που κουράστηκε και έπεσε κάτω, βγήκε η Απόφαση:
Θα έπαιρναν πινέλα και μπογιές και θα έδιναν ονόματα στις ταμπέλες. Μετά θα ψηφίζονταν ένα νομοσχέδιο όπου θα απαγορευόταν να κυκλοφορούν μόνες. Ήταν υποχρεωμένες να κολάνε πάνω σε ανθρώπους και συναισθήματα. Σε διαφορετική περίπτωση θα τους επιβαλλόταν η ποινή της Αδιαφορίας.
Η Μοιρασιά έπιασε δουλειά. Έτσι από τότε άρχισαν να μπαίνουν ταμπέλες σε όλο το φάσμα της Ζωής ( μας).
Ξαφνικά όλοι οι δρόμοι γέμισαν ταμπέλες που έτρεχαν πάνω κάτω και έψαχναν να βρουν κάποιον για να τον προσδιορίσουν. Παντού υπήρχαν ταμπέλες και λέξεις όπως: Ντροπή, Αγάπη, Γάμος, Εργασία, Ομορφιά, Φτώχεια, Εικόνα, Χαρά.
Λέξεις, λέξεις, λέξεις και ταμπέλες που κολλούσαν στην επιφάνεια της σάρκας και την προσδιόριζαν αμελώντας την Ουσία που κρυβόταν τώρα πλέον στη σκιά τους.
Σιγά σιγά οι άνθρωποι έμαθαν να ζουν με αυτές. Όσο οι ταμπέλες τους επιβαλλόταν τόσο σούφρωναν και ζάρωναν στη γωνίτσα τους οι Επιθυμίες ,το Θέλω και το Είμαι.
Ο καιρός περνούσε και στο σκηνικό εμφανίστηκε το Πρέπει και ο Συμβιβασμός. Η πολιορκία ήταν σθεναρή, η σύμπραξη αναπόφευκτη και έτσι η Ζωή κυλούσε παρέα με τις ταμπέλες, το Πρέπει και το Συμβιβασμό. Κάθε μέρα έκαναν συμβούλιο και οι Αποφάσεις έβγαιναν εν αγνοία του ενδιαφερόμενου. Το αποτέλεσμα των πράξεων θεωρούνταν «φόνος» εξ αμελείας. Για να μπορέσει, λοιπόν, κάποιος να ενταχθεί στο γενικό σύνολο ήταν υποχρεωμένος να έχει απαραίτητα ως αξεσουάρ τη ταμπέλα που θα ήταν αρεστή στον περίγυρο και να βάλει για συμβόλαιο στα Θέλω του, το Πρέπει και το Συμβιβασμό. Και έτσι οι ταμπέλες ρίζωσαν και στοίχειωσαν τη Ζωή μας, τα Θέλω μας, τις Επιθυμίες μας, τις Συνήθειες μας. Σκύβουμε γιατί το κουβάλημα τους στην πλάτη είναι βαρύ και το Πρέπει μας τραβάει το κεφάλι για να μη χτυπήσουμε, ενώ ο Συμβιβασμός μας σπρώχνει να συνεχίζουμε. Η Δικαιολογία φλερτάρει με το Είναι μας και έτσι πετάμε πρόχειρα μια ταμπέλα στους ανθρώπους που μας περιστοιχίζουν ενώ η Εντύπωση μας κάνει να πιστεύουμε πως όλα είναι μια χαρά. Όσοι προσπάθησαν, επί ματαίω τις περισσότερες φορές, να τις πετάξουν και να τις κάψουν στην πυρά όπως είθισται με τις μάγισσες του Μεσαίωνα, ο περίγυρος τους δεν τους άφησε ενώ η Εικόνα βάζει συνεχώς τρικλοποδιές. Έτσι η Ζωή συνεχίζεται γεμάτη από ταμπέλες τις οποίες έχουμε τόσο συνηθίσει που αν δε μας τις δώσουν τις βάζουμε μόνοι μας στον εαυτό μας για να γίνουμε αρεστοί, αποδεκτοί και επιθυμητοί ,όπως το Λάθος ,αφού μας έριξε χρυσόσκονη στα μάτια, μας άφησε να πιστεύουμε.
Συνήθως αυτοί που βάζουν ταμπέλες στους άλλους είναι αυτοί που βάζουν στην ίδια τους τη ζωή.
Αν όμως παρατηρήσουμε τους ανθρώπους γύρω μας, οι περισσότεροι ψάχνουν κάτι διαφορετικό ή κάτι να συμπληρώνει αυτό που ήδη έχουν. Το βάρος της ταμπέλας δεν τους αφήνει να ξεφύγουν, να διαπιστώσουν και να βρουν αυτό το ένα που δε θα τους κάνει να ψάχνουν, ούτε απλά να αλλάξουν αυτό που ήδη έχουν όπως και να ονομάζεται :δουλειά, σχέση, επιθυμία, χόμπι. Διότι όποιος είναι ικανοποιημένος με αυτό που έχει του είναι αδιάφορα τα συμπληρώματα. Όποιος γουστάρει αυτό που κάνει το μυαλό του είναι εκεί και όχι σε άλλα μέρη που θα ήθελε να βρίσκεται. Γιατί στην τελική, η θέση της ταμπέλας είναι στα σκουπίδια.
Κανείς δε νοιάζεται πώς νιώθουμε όταν κλείνουμε την πόρτα του σπιτιού μας, σβήνουμε τα φώτα και μένουμε μόνοι μας, για ποιο λόγο να μας ενδιαφέρει εμάς τι θα πουν ούτως ώστε να αξίζει να επωμιστούμε το βάρος μιας άχρηστης ταμπέλας; Η Προσωπικότητα, μας κλείνει πονηρά το μάτι :Είναι δυνατή και το γνωρίζει. Το θέμα είναι κατά πόσο το γνωρίζουμε –συνειδητά- εμείς οι ίδιοι.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία από το να είμαστε ο εαυτός μας. Έτσι απλά!