Στην εποχή των σπηλαίων ήταν ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Γκάου. Η αδελφούλα του όταν γεννήθηκε είχε πολύ νόστιμα μαλλιά. Της τα έτρωγαν τα πουλιά και μια μέρα την έφαγε ολόκληρη κατά λάθος ένα μεγάλο πετούμενο. Η αδελφή του δεν έκανε παιδιά που να έχουν νόστιμα μαλλιά.
Ο ξάδελφος του Γκάου είχε ουρά. Πολύ χρήσιμο πράγμα όταν έπαιζαν στα δέντρα. Αλλά μια μέρα καθώς κρεμόταν από την ουρά του, ο Γκάου πέρασε την ουρά για φίδι και την έκοψε. Ο ξαδελφούλης πέθανε από αιμορραγία και δεν έκανε παιδιά με ουρές.
Ένας φίλος του Γκάου έκανε πολύ υπέροχες κλανιές. Από μωρό μύριζαν ωραία οι πάνες του, έρχονταν σπηλαιάνθρωποι από μακριά για να θαυμάσουν τις μυρωδάτες κλανιές του. Ένα βράδυ όμως ήρθαν δεινόσαυροι, μύρισαν τις κλανιές και τον έφαγαν για μεζέ.
Έτσι ο Γκάου χαίρεται που δεν έχει πολλά ή νόστιμα μαλλιά και ουρά. Και φροντίζει να τρώει φασόλια για να βρωμάνε οι κλανιές του και να κοιμάται ήσυχος τα βράδια.