Πραγματικά κανείς δεν ξέρει τι κρύβεται πίσω από την κουρτίνα, γλυκέ μου.
Όσο κι αν προσπαθήσεις να καταλάβεις, θα μπερδευτείς με αυτό που θα δεις.
Μια ζωή προσπαθούμε να λύσουμε το πάζλ της ύπαρξής μας και αυτό παραμένει άλυτο.
Μια ζωή αναρωτιόμαστε αν αξίζει η αναζήτηση ή όχι. Κι ακόμη τίποτα.
Όλα ευτελίζονται, ελαττώνονται, φθίνουν, ξύνεις την χρυσή επιφάνεια με το νύχι σου και για πλάκα, το μπακιράκι θολό από κάτω σε κοροιδεύει.
Όχι δεν είναι η απογοήτευση, είναι το κάλπικο του πράγματος, που μου θυμίζει εκείνην την παλιά ελληνική ταινία. Θυμάστε την «ΚΑΛΠΙΚΗ ΛΙΡΑ»;
Εκείνη την λίρα που ήταν κατασκευασμένη να δημιουργεί την ψευδαίσθηση του αληθινού, μόνο για να ξεσκεπαστεί λίγο μετά η πραγματική της ταυτότητα από αποκαρδιωμένους ανθρώπους που την πέταγαν σιχτιριασμένοι.
Κάλπικη λίρα λοιπόν, και η παρουσία μας στα τεκταινόμενα του σήμερα, στην εργασία, στις προσωπικές σχέσεις , στον έρωτα, στην διασκέδαση, στις επιλογές…
Είναι στα αλήθεια κωμικοτραγικό το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα μέσα στην κρίση, όλοι από το μετερίζι μας, τρέχουμε λαχανιασμένοι να κάνουμε διαπιστώσεις, κρίσεις, αναθεωρήσεις κοιλοπονώντας μεγάλες αλήθειες.
Τα κανάλια, οι εφημερίδες, τα ραδιόφωνα, οι πνευματικοί μας ταγοί, ακόμα και οι δακτυλοδεικτούμενοι πολιτικοί μας φωστήρες, «φωτογραφίζουν» σε άσπρο και μαύρο , με σουρεαλιστικές πινελιές τα γιατί, τα πως, τα πριν και τα μετά…
Όλοι θέλουμε να δούμε πίσω από την κουρτίνα, να την τραβήξουμε αλλά όλοι φοβόμαστε. Όταν φτάνουμε στο “δια ταύτα” ξάφνου όλοι μας καταπίνουμε την παχιά μας γλώσσα, αλληθωρίζουμε, στρουθοκαμηλίζουμε μηρυκάζοντας που και που γενικές φράσεις του τύπου: “έτσι δουλεύει το σύστημα” ή “το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι” φράσεις παρμένες από το καλεντάρι της Αποκάλυψης.
Μόνο μερικοί ανδρειωμένοι, αφελείς ιππότες του παλιού καιρού με δον κιχωτισμό ανείπωτο αναρωτιούνται φωναχτά:
“Άραγε, τί θα βρούμε εκεί, στο παραπέτασμα;”
Οι παραμυθάδες μιλούν -μου το ανέφερε εμπιστευτικά έγκυρη πηγή- για έναν καθρέφτη που όταν τον κοιτάς βουλιάζεις μέσα του, σε καταπίνει στην κυριολεξία και σε στέλνει «αδιάβαστο» & αμετανόητο σε έναν κόσμο που κυκλοφορείς γυμνός -βάση νόμου- ανάμεσα σε κρεμαστούς κήπους γεμάτους φρούτα & λιχουδιές, μόνιμα πεινασμένος χωρίς να μπορείς να τα αγγίξεις… διψασμένος χωρίς να μπορείς να πιεις νερό από τα κρυστάλλινα νερά που κυλούν ανάμεσα στους ευωδιαστούς κήπους και με την αφόρητη πείνα και δίψα της επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους, τους οποίους μπορείς να δεις δίπλα σου, αλλά οι οποίοι βιώνοντας την ίδια εμπειρία δεν σε ακούνε, δεν σε βλέπουν, δεν σε νιώθουν…
Οι οικονομικοί πάλι μέντορες μιλούν –εδώ η πηγή μου καθάρισε τον λαιμό της απειλητικά- για μια οικονομική σφαγή, άλλως επιχείρηση «ξεκαθάρισμα της μεσοαστικής τάξης». Η πηγή μου εκμυστηρεύτηκε πως μετά από αυτήν την ομαδική ύπνωση που εφαρμόστηκε στις τελευταίες γενιές δίποδων, όλοι ταυτόχρονα μέσα σε μια γλυκιά καλοκαιρινή νύχτα, που κανείς δεν ξέρει πόσο διήρκησε, ονειρεύτηκαν πως μεταμορφωθήκαν από Χωριάτες σε Άρχοντες, ντυμένοι με βελούδα και μετάξια, καβαλώντας πανάκριβα άτια που έβγαζαν καπνό απ’ τα καπούλια και πως σπαταλούσαν τον καιρό τους σε γλυκανάλατες χοροεσπερίδες σαχλαμαρίζοντας την τρέχουσα πλήξη τους.
Τέλος, οι θρησκευτικοί μας γκουρού μιλούν θετικά για τα ύστερα του κόσμου, όχι, καμία σχέση με τις προφητείες των Μάγια, ούτε με τον Νοστράδαμο, προοικονομώντας ότι μόνον ένας Θεός ξέρει πως θα σωθούμε από τον εαυτό μας…
Τελικά πολλές οι θεωρίες, και το πάζλ εκεί να παραμένει άλυτο, στρεβλό, ακατανόητο, λες και τα κομμάτια του είναι και αυτά κάλπικα, φθαρμένα. Λες να τα χάσαμε στον δρόμο, να τα χάσαμε για πάντα; Και τώρα τί θα κάνουμε;
“Πφφ, εύκολο, τι θα κάνουμε λέει..” (το τελευταίο νομίζω μου το ξεστόμισε ένα ξανθό αγόρι που ζούσε μόναχο του σε ένα παράλληλο σύμπαν, παρέα με ένα μπαομπαπ κι ένα τριαντάφυλλο, μια αλεπού κι ένα φίδι):
“Θα δώσουμε ένα σάλτο στην κουρτίνα και θα την σκίσουμε. Μετά θα αντικρύσουμε με θάρρος τον πραγματικό μας εαυτό στον καθρέφτη, όχι δεν θα κιοτέψουμε τώρα που είναι τόσο αργά για να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω και ναι! Θα βγάλουμε μόνοι μας ένα ένα τα ρούχα της προσωπικής μας φιοριτούρας. Πληγές, εγκαύματα στο δέρμα μας , λίγο λίπος εκεί, λίγα μαλλιά εκεί.
“Έλα βρε δεν πειράζει ΩΡΑΙΟΣ είσαι. Είσαι Εσύ και αυτό φτάνει. Ύστερα, θα χαϊδέψεις λίγο το στόμα σου (είναι λίγο ξερό, σκασμένα τα χείλη ωχ κακό σημάδι), θα φτάσεις στα μάτια και εκεί θα σταθείς περίεργος. Εδώ είμαστε , ΕΔΩ κοίτα με το πάσο σου. Όχι βιάση και προπάντων απαγορεύονται γυαλιά ηλίου και μυωπίας για στέγαστρο και βιτρίνα.
– Τι βλέπεις;
-Μα είμαι γυμνός, ντρέπομαι και κρυώνω.
-Γυμνός ναι αλλά από αισθήματα. Ντρέπεσαι λες, αλλά από πότε η γύμνια είναι ντροπή; Και Κρυώνεις γιατί δεν σε αγκάλιασε το χέρι που λάτρεψες γιατί ποτέ δεν τόλμησες να του το δείξεις. Και τώρα είσαι μόνος φίλε..
-Ποιος είσαι εσύ, δεν σε ξέρω.
-Μπουρδουκλωμένο μου επικίνδυνο αγριμάκι… εγώ σου μιλώ ο καθρέφτης και μάντεψε… δεν θα ξαναμείνεις ποτέ πια μόνος.
-Μα ποιος είσαι;
-Ε αυτό θα το μάθεις όταν με το καλό αρχίσεις να μαθαίνεις το εαυτό σου.
-Και η κάλπικη λίρα που έλεγες;
-Πέτα την στον δρόμο, θα την βρει κάποιος άλλος. Βλέπεις υπηρέτησε τον σκοπό της. Αν δεν ήταν αυτή δεν θα ένιωθες πόσο κάλπικη ήταν μέχρι τώρα η ζωή σου παιδί μου.