Η κυρία Χριστίνα μένει στον επάνω όροφο από το διαμέρισμά μας.
Xήρα εδώ και δέκα χρόνια, που ζει μόνη, με το σκυλάκι της.
Εμφανισιακά μού είναι εξαιρετικά συμπαθής.
Λίγο κοντούλα και γεματούτσικη -όχι πολύ- με πεταχτό πισινό και δύο τεράστια, σχεδόν εξωπραγματικά, στήθη.
Στο πρόσωπο μού θυμίζει την ηθοποιό Σον Γιανγκ ως ηρωϊδα στο “Blade Runner”, μ’ αυτή τη χαρακτηριστική μελαγχολία ποτ έχει στα μάτια και στα χείλη.
Η πρόωρη χηρεία της βλέπεις, πήγαινε δυστυχώς πακέτο με παρατεταμένη αποχή απ΄ το σεξ και κατάθλιψη.
Όποτε τη συναντούσα ήταν πάντα συντηρητικά ντυμένη, με τα καστανά μαλλιά της πιασμένα σε σφιχτό κότσο, χαμηλοβλεπούσα και λιγομίλητη.
Αναρωτιόμουν πώς αυτή η γυναίκα είχε απομείνει μόνη.
Για τα δικά μου γούστα ήταν αρκούντως επιθυμητή, ελκυστική και αναμφισβήτητα ερωτεύσιμη.
Λίγο πιο εξωστρεφής να ήταν, σίγουρα θα μπορούσε να κάνει κοινωνικές σχέσεις και να δώσει χαρά σε άλλους ανθρώπους, αλλά πάνω απ’ όλα στον εαυτό της.
Αν και δεν είμαι κουτσομπόλης ή αδιάκριτος, δεν ξέρω γιατί, αλλά μ’ αυτή τη γυναίκα με έτρωγε συνέχεια η περιέργεια να μάθω αν είχε κάποιο κρυφό εραστή.
Δεν άργησε να ‘ρθει η ώρα για να μου λυθεί αυτή η πικάντικη απορία, με τον πιο αναπάντεχο τρόπο.
Ήταν ένα βράδυ στις αρχές του καλοκαιριού, που είχα μείνει μόνος στο σπίτι, αφού η γυναίκα μου και τα παιδιά κατέβηκαν στο χωριό για διακοπές.
Περασμένα μεσάνυχτα, είχα ξαπλώσει και πάλευα να κοιμηθώ, γιατί την επομένη με περίμενε δύσκολη μέρα.
Μόλις που νόμιζα ότι αποκοιμήθηκα, με τάραξε ένας επαναλαμβανόμενος δυνατός χτύπος από το επάνω διαμέρισμα.
“Μπα σε καλό σου κυρά Χριστίνα” σκέφτηκα, “τέτοια ώρα βρήκες να καρφώνεις;”.
Γύρισα από τ’ άλλο πλευρό περιμένοντας τους χτύπους να σταματήσουν, αλλά προς μεγάλη μου απογοήτευση ο θόρυβος δεν σταματούσε.
Ένα συνεχόμενο “γκντουπ – γκντουπ – γκντουπ”, σαν να κοπανάς σφυρί στον τοίχο με σταθερή συχνότητα, ακουγόταν απ’ το ταβάνι.
Και τότε μου ‘ρθε η φοβερή σκέψη! Η Χριστίνα πηδιόταν!
Μα και βέβαια, πώς δεν το είχα καταλάβει απ’ την πρώτη στιγμή;
Αυτό το “γκντουπ” ήταν ο χαρακτηριστικός ήχος που κάνει ένα κρεβάτι όταν κοπανιέται στον τοίχο, από τα δυνατά σπρωξίματα στη γνωστή στάση κιόλας.
Με ποιόν να το έκανε άραγε;
Όποιος και να ‘ταν πάντως, φαινόταν έμπειρος και καλός εραστής.
Οι ωθήσεις του ήταν δυνατές, σχετικά γρήγορες και με σταθερό τέμπο.
Ο τύπος ήταν αληθινή σεξομηχανή.
“Μπράβο ρε Χριστίνα, μπορεί να άργησες αλλά χτύπησες τζακ-ποτ” είπα μέσα μου.
Έμεινα ακίνητος, προσπαθώντας να διακρίνω κι άλλους ερωτικούς ήχους, κάνα βογκητό, κάνα βρωμόλογο, αλλά δεν μπορούσα.
Αυτό το “γκντουπ – γκντουπ” ήταν το μόνο που έσκιζε τη σιωπή της καλοκαιρινής νύχτας.
Φανταζόμουν τη Χριστίνα γυμνή στα τέσσερα, ξαναμμένη, να’ χει γαντζωθεί στο μαξιλάρι και να το δαγκώνει για να μη φωνάζει, με τεράστια στήθη της να πάλλονται δυνατά, καθώς τη σφυροκοπούσε ο μάγκας της.
Εννοείται ότι το όλο σκηνικό με είχε εξιτάρει αφάνταστα κι έλειπε κι η καλή μου.
Άρχισα να φουντώνω. Το σκηνικό τρύπωσε στο μυαλό μου σε όλες τις στάσεις.
Ευτυχώς η κορύφωση για τους επάνω δεν άργησε να έρθει.
Ξαφνικά, όπως άρχισε ο ήχος, έτσι και σταμάτησε.
Πόσο ν’ αντέξει πια κι ο άνθρωπος;..Γιατί, εγώ;
Θα πρέπει να ‘ταν όμως πολύ βουβός οργασμός.
Μετά από τέτοια υπερπαραγωγή περίμενα να ακούσω κραυγές ηδονής, αλλά η κυρία Χριστίνα ήταν “κυρία” από την αρχή μέχρι το τέλος.
Μετά από δυο-τρία λεπτά άκουσα και τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει το νερό όταν κυλάει στο λούκι της αποχέτευσης.
Στη συνέχεια, έπαψε να ακούγεται το παραμικρό.
Με πήρε ο ύπνος χαρούμενο που επιτέλους έλυσα την απορία με τη χήρα, πλην όμως «αναστατωμένο».
Την άλλη μέρα το μεσημέρι καθώς επέστρεφα στο σπίτι, συνάντησα την κυρία Χριστίνα στην είσοδο της πολυκατοικίας.
“Χαίρεται κύριε Γιώργο τι κάνετε;” μού είπε με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά.
“Καλά κυρία Χριστίνα, εσείς πώς είστε σήμερα;” απάντησα προσπαθώντας να μη χαμογελάω πονηρά.
“Καλά κι εγώ, αλλά να…”, κοντοστάθηκε για λίγο και συνέχισε “…σας ντρέπομαι λιγάκι μετά το χθεσινοβραδινό, ξέρετε, δεν μου είχε ξανασυμβεί”.
Όπα, λέω, κοίτα συζήτηση που ξεκίνησε το Χριστινάκι.
“Σωπάστε καλέ” της απάντησα με όσο πιο σοβαρό ύφος μπορούσα. “Σε μια πολυκατοικία ζούμε όλοι. Χθες εσείς, αύριο εμείς, έτσι είναι αυτά” και χαμογέλασα με συγκατάβαση.
“Αχ είστε πολύ ευγενικός, υπόσχομαι ότι δεν θα ξαναγίνει, θα το φτιάξω”.
Έλα στο τόπο σου σκέφτηκα, για δες κάτι κουβέντες που ανοίξαμε μεσημεριάτικα.
“Τι να φτιάξετε κυρία Χριστίνα;” ρώτησα και φαντάστηκα ένα τεράστιο ερωτηματικό να κρέμεται πάνω απ’ το κεφάλι μου.
“Μα, το πλυντήριο!”
“Ποιο;”.
“Το πλυντήριο…Μάλλον έχει χαλάσει η φυγοκέντριση και χθες το βράδυ κόντεψε να μου γκρεμίσει τον τοίχο από τους κραδασμούς. Το ακούγατε κι εσείς πώς έκανε, έτσι δεν είναι; Το συνηθίζω ξέρετε να πλένω τις νύχτες, που είναι το ρεύμα φθηνότερο.”
“Μα ναι…φυσικά…το πλυντήριο! Εεε, να το φτιάξετε, να το φτιάξετε. Θα ‘χει λασκάρει ο κάδος, να το κοιτάξετε. Άντε, γεια σας τώρα και καλό απόγευμα” είπα μέσα απ’ τα δόντια και λάκισα τρέχοντας.
Απ’ τη μια μου ερχόταν να γελάσω, απ’ την άλλη ένοιωθα τρομερά δυσάρεστα.
Δεν ξέρω τι με είχε ενοχλήσει πιο πολύ, το ότι φτιάχτηκα με ένα χαλασμένο πλυντήριο ή που ό,τι βαράει δεν είναι οργασμός για την κυρία Χριστίνα;