Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα κάστρο καθαρό και αλαβάστρινο, ζούσε μία πριγκίπισσα με την οικογένειά της. Η πριγκίπισσα ήταν ένα καλομαθημένο κορίτσι, με τα αγγλικά της, τα γαλλικά της, το πιάνο της. Διάβαζε πολύ και της άρεσε να παρακολουθεί τις συζητήσεις των μεγάλων. Ο μπαμπάς της, ο βασιλιάς πραγματοποιούσε κάθε επιθυμία της, γιατί το τελευταίο πράγμα που ήθελε πάνω στη γη, ήταν να τη δει να κλαίει. Η μαμά της μαγείρευε τα καλύτερα φαγητά και ήξερε να διηγείται τις ωραιότερες αφηγήσεις για τον πρίγκιπα που θα ερχόταν ξαφνικά να την πάρει από το χέρι, και θα την αγαπούσε για μια ζωή. Έτσι μεγάλωνε η πριγκίπισσα, προστατευμένη μέσα στο κάστρο της, στον κόσμο της όπου όλα ήταν ειδυλλιακά κι εύκολα.
Από δίπλα βέβαια, είχε και το νεράιδο. Ναι, καλά διαβάσατε. Η συγκεκριμένη πριγκίπισσα δεν είχε νεράιδα, αλλά νεράιδο με τον οποία δεν τα πήγαινε και πολύ καλά. Διαφωνούσαν συνεχώς. Η πριγκίπισσα μεγάλωνε, αλλά έμενε συνέχεια κολλημένη στις αφηγήσεις της μαμάς και στην ηρεμία του κάστρου της. Αρνούνταν μονίμως να δει την πραγματικότητα και ωριμάσει. Και οι λανθασμένες επιλογές πρίγκιπα έρχονταν η μία μετά την άλλη. Εγωιστές, νάρκισσοι, λαμόγια, μπέκρουλες, απ’ όλα είχε η συλλογή της πριγκίπισσας. Και να τα κλάματα, να η στεναχώρια.
Ώσπου ο νεράιδος τα πήρε στο κρανίο. Μία ωραία μέρα, κατέβηκε στην κουζίνα, πήρε το τεράστιο μαύρο τηγάνι, που μέσα τηγάνιζαν τις τυρόπιττες και πήγε στο δωμάτιο της πριγκίπισσας. «Εσύ δεν τρώγεσαι» της είπε, και την κοπάνησε με το τηγάνι στο κεφάλι. Μετά, έκατσε απέναντί της και περίμενε.
Πέρασε πολύς καιρός, ο βασιλιάς και η βασίλισσα πέθαναν από τη στενοχώρια τους, το κάστρο παρατήθηκε στην τύχη του. Γέμισαν ζιζάνια οι ωραίοι κήποι, οι σοβάδες έπεφταν, οι υπηρέτες μάζεψαν ό,τι τιμαλφή βρήκαν κι έφυγαν, αλλά η πριγκίπισσα δεν ξυπνούσε από την σφαλιάρα. Το καρούμπαλο βέβαια είχε υποχωρήσει, αλλά εκείνη συνέχιζε να κοιμάται, λες και δεν την ένοιαζε τίποτα.
Ένα πρωί, έφτασε ένας ακόμη πρίγκιπας στο κάστρο. Του έκανε εντύπωση η εγκατάλειψη και μπήκε να δει τι γίνεται. Μετά από αρκετή ώρα, βρήκε την πριγκίπισσα στην κρεβατοκάμαρά της, να κοιμάται στο πάτωμα. Τη σκούνταγε επί ώρες, αλλά δεν έβλεπε καμία αλλαγή. Τότε ήταν που αποφάσισε να της ρίξει δύο μπάτσους. Οι σφαλιάρες είχαν αποτέλεσμα και η πριγκίπισσα βγήκε από τη νάρκη. Όμως ο πρίγκιπας ήταν πονηρός. Την ώρα που η πριγκίπισσα συνερχόταν, της έδωσε και ένα πεταχτό φιλί για να θυμάται αυτό, και όχι τους μπάτσους.
Η πριγκίπισσα σηκώθηκε με πονοκέφαλο. Το κεφάλι της γύριζε και βγήκε από το δωμάτιο παραπατώντας και κοιτώντας γύρω της έκπληκτη. Οι γονείς της ήταν νεκροί, το κάστρο της στο μαύρο του το χάλι, τα πάντα ήταν έρημα και έτοιμα να καταρρεύσουν. Δε μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της, αλλά το χτύπημα στο κεφάλι είχε προξενήσει παρενέργειες. Μια σκέψη είχε καρφωθεί στο μυαλό της και δεν έβγαινε. «Όλα πρέπει να αρχίσουν από την αρχή». «Πρέπει ν’ αρχίσω από την αρχή». Αντί να κλάψει και να χτυπηθεί, όπως συνήθιζε, γύριζε μέσα στ’ άδεια δωμάτια και μονολογούσε: «Απ’ την αρχή, απ’ την αρχή».
Είχε ξεχάσει εν τω μεταξύ τον πρίγκιπα.
«Ε, εσύ. Σ’ έσωσα από τον ύπνο! Σε φίλησα και σηκώθηκες. Δε θυμάσαι;»
Η πριγκίπισσα γύρισε και τον είδε. Δεν ήταν κακός. Καθόλου κακός.
«Σ’ ευχαριστώ! Και τι θες να γίνει τώρα;» (Αυτό το χτύπημα είχε επιφέρει πολλές αλλαγές. Ο νεράιδος συνέχιζε να την παρακολουθεί, αόρατος αυτή τη φορά).
«Τώρα, θα είμαστε μαζί για όσο θέλω εγώ. Ξέρεις δεν είμαι άνθρωπος με πολλές απαιτήσεις. Απλώς θα γίνεται αυτό που λέω εγώ, κι εσύ δε θα με πολυενοχλείς και δε θα ζητάς τίποτα γιατί δεν αντέχω την πίεση. Σκάω. Αλλά τι είναι αυτό εμπρός στο φιλί που σου έδωσα και σώθηκες;».
«Μάλιστα», απάντησε η πριγκίπισσα και τον ξανακοίταξε. Αν δεν ήταν αυτός, θα έμενε να κοιμάται όλη της τη ζωή. Γονάτισε και πρόφερε μεγαλόπρεπα: «Σ’ ευχαριστώ, ευγενικέ πρίγκιπα για την μεγαλόψυχη χειρονομία σου. Έχεις την αιώνια ευγνωμοσύνη μου».
Ωστόσο, το τηγάνι είχε κάνει τη δουλειά του.
Αντί να φύγει με τον πρίγκιπα, σηκώθηκε και πήγε στην αποθήκη του κάστρου. Πήρε μία τσουγκράνα και του την έδειξε. «Μεγάλε, το «μαζί» έχει υποχρεώσεις. Πιάσε την τσουγκρανίτσα, κι άρχισε να ξεχορταριάζεις τον κήπο. Μόλις τελειώσεις, έχουμε και βάψιμο. Εγώ θα ξεκινήσω το καθάρισμα και μετά έχω και μαγείρεμα. Α, και αν δε βαριέσαι, θα πλύνεις και τα πιάτα μετά. Πρέπει να βρω υπηρέτες για το κάστρο».
Ο πρίγκιπας ξίνισε. Ε, όχι και έχει απαιτήσεις η εγωίστρια, η κακομαθημένη! Αυτός είχε κάνει το καθήκον του, και της είχε εκθέσει τι ζητούσε. Μα πόσο εγωιστές είναι οι άνθρωποι. «Άκου να δεις! Είσαι αχάριστη, κοριτσάκι μου. Φεύγω και λυπάμαι που σε ξύπνησα κιόλας».
Η πριγκίπισσα απόρησε: «Μα δε σου είπα ευχαριστώ; Δε γονάτισα;»
Όχι, ο πρίγκιπας δεν ήθελε ευχαριστώ. Μία ακόμη υπήκοο ήθελε για την αυλή του, μία θαυμάστρια για την εκπληκτική και απερίγραπτη μεγαλοψυχία του, μία υπηρέτρια. Η πριγκίπισσα πλέον δε μάσαγε από κάτι τέτοια. Η τσουγκράνα προσγειώθηκε στο κεφάλι του. Τον πέταξε έξω από το κάστρο με τις κλωτσιές και του φώναξε ακατανόμαστα μπινελίκια. Άδικος κόπος γιατί ο πρίγκιπας ζούσε μέσα στο δικό του συννεφάκι και δεν τον ένοιαζε. Για την ακρίβεια ούτε κι εκείνη τον ένοιαζε. Τίποτα δεν τον ένοιαζε εκτός απ’ τον εαυτό του. Πριν όμως ξεμακρύνει άκουσε την πριγκίπισσα να του φωνάζει: «Και τους μπάτσους τους θυμάμαι!»
Μετά απ’ αυτό άρχισε τη δουλειά. Έπρεπε για πρώτη φορά να αναλάβει την υποχρέωση για τη ζωή της και να τα βγάλει πέρα, χωρίς δεκανίκια. Χωρίς τη βοήθεια των βασιλιάδων γονιών της και των εγωκεντρικών πριγκίπων που κατέφθαναν κάθε λίγο στο κάστρο.
Πήρε τη σκούπα κι άρχισε να σαρώνει τα σκουπίδια. Μέσα στην αναμπουμπούλα, ο νεράιδος εμφανίστηκε και πάλι.
«Εσύ είσαι υπεύθυνος για όλα, έτσι;».
«Ναι, δεν είναι καλύτερα που ξύπνησες;».
«Θα δείξει».
Ένα πρωί, κλάδευε τα δέντρα του κήπου της. Είχε σκαρφαλώσει σε μία σκάλα, αλλά της έπεσε το κλαδευτήρι. Κάποιος το μάζεψε μέχρι να κατέβει. «Δεσποινίς, αυτός ο τρόπος κλαδέματος τρώει χρόνο. Να σας δείξω; Θέλετε βοήθεια; ». Χμμμ… κάποιος που δεν την αποκαλούσε πριγκίπισσα. Είχε πιάσει το κλαδευτήρι και είχε σκαρφαλώσει μόνος του στο δέντρο. Ήταν γελαστός και ετοιμόλογος. Μόλις κατέβηκε, της έδειξε πώς να σκαλίζει τα λουλούδια. Η πριγκίπισσα τον προσκάλεσε στο κάστρο για φαγητό. Γαμώ το, ξέχασε να τον ρωτήσει, αν ήταν πρίγκιπας. Βλακείες. Ποιος νοιάζεται;
Ο νεράιδος παρακολουθούσε ικανοποιημένος και στη συνέχεια πήρε το τηγάνι κι έφυγε. Οι κουτές πριγκίπισσες ήταν πολλές και έπρεπε να ξεκινήσει τις τηγανιές γρήγορα.