Ο αέρας μύριζε υγρασία από την καλοκαιρινή βροχή. Τα τακούνια της βούλιαζαν στο μαλακό χώμα. Περπατούσε με δυσκολία. Κουβαλούσε και εκείνη την τεράστια βαλίτσα! Φορτωμένη με επιθυμίες και όνειρα. Οι δείκτες του ρολογιού έτρεχαν. Το τρένο θα έφευγε σε λίγο προς άγνωστο προορισμό. Η ώρα πλησίαζε δώδεκα. Αν το έχανε μετά θα έπρεπε να περιμένει μέχρι την επόμενη ημέρα. Πάνω στη βιασύνη της δεν πρόσεξε, το παπούτσι βρέθηκε μέσα σε μια λακούβα με λάσπη. Τράβηξε το λασπωμένο της -πια-πόδι και άρχισε να πηγαίνει με γρήγορο βήμα προς το σταθμό. Το τρένο πλησίαζε. Το άκουγε. Άρχισε να τρέχει. Βυθισμένη συνάμα στις σκέψεις της δεν πρόσεξε. Δεν είδε εκείνον. Είχε σταματήσει και την κοιτούσε. Είχε κάτι εκείνη η γυναίκα που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Κάτι που έψαχνε καιρό αλλά δεν το έβρισκε. Τα vibes της τον προκαλούσαν να την κοιτάζει σα μεθυσμένος. Κολλημένος. Σαν ερωτευμένος. Περίεργη αυτή η αίσθηση. Εκείνη κοντοστάθηκε. Εκείνος κρύφτηκε στη σκιά. Δεν ήθελε να τον δει. Όχι ακόμα. Το τρένο έφτασε.
Σε έναν άδειο σταθμό ένας άντρας και μια γυναίκα επιβιβάστηκαν σε ένα τρένο προς άγνωστη κατεύθυνση.
Ανέβηκε βιαστηκά στο τρένο. Δεν πρόσεξε έναν άντρα που τη βοήθησε με τη βαλίτσα της. Του είπε ευχαριστώ χωρίς να τον κοιτάξει και μπήκε μέσα. Εκείνος. Σε απόσταση αναπνοής. Σα μαγεμένος. Την ακολουθούσε.
Βρήκε μέρος να καθίσει. Τακτοποίησε με επιμέλεια τη βαλίτσα της κάτω από το κάθισμα και αναστέναξε από ανακούφιση. Το δέρμα της κολούσε από την υγρασία και την έκανε να νιώθει άβολα. Εκείνος κάθισε απέναντι της. Το βλέμμα του την προκάλεσε να τον κοιτάξει. Είχε κάτι μυστήριο ο άντρας εκείνος. Τα όνειρα και οι επιθυμίες της άρχισαν να χοροπηδάνε μέσα από τη βαλίτσα.
Όταν κάποιος άγνωστος αγγίξει τις πιο μύχιες σκέψεις σου. Σα να σε ξέρει.
Περίεργη αίσθηση. Ηλεκτρισμός. Χημεία.
«Σουρεάλ καταστάσεις» σκέφτηκε προτού τη διακόψει η δική του σκέψη: «Άλλα είναι τα σουρεάλ αγάπη μου… αυτό που συμβαίνει τώρα είναι πραγματικό»….
Σα να διάβασε τη σκεψη του. Απο αμηχανία δάγκωσε απαλά τα χείλη της. Εκείνος της χαμογέλασε.
– Που πας;
– Δεν ξέρω, του απάντησε
– Ούτε και εγώ, πάμε μαζί και όπου μας βγάλει;
– Μαζί σου ναι… του απάντησε με τέτοια αποφασιστικότητα που και η ίδια απόρησε. Ήταν ένας άγνωστος. Και όμως, συμβαίνουν και αυτά…
Μια κυρία απέναντι, λίγο πριν αποκοιμηθεί, είδε έναν άντρα και μια γυναίκα απέναντι της να κοιτάζονται χωρίς να μιλάνε. Σα να συνωμοτούσαν οι σκέψεις τους.
Ξημέρωσε. Το τρένο σταμάτησε. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και της έκανε νεύμα να τον ακολουθήσει. Εκείνη χωρίς να ξέρει το λόγο άρπαξε το χέρι του και κατέβηκε στο σταθμό.
Σουρεάλ! Σε μια πόλη δίχως όνομα. Δύο άγνωστοι αποφάσισαν να ζήσουν τη στιγμή. Καθώς κατέβαινε από το τρένο η βαλίτσα έπεσε κάτω. Τα όνειρα και οι επιθυμίες πετάχτηκαν έξω και γέμισαν τον αέρα… τους…
Έζησαν κάποιες μέρες μαζί. Τις δικές τους. Ο χρόνος όμως τέλειωσε. Η άμμος στη κλεψύδρα σώθηκε. Όλες οι όμορφες άηχες αναμνήσεις στροβιλίζονταν γύρω από τις σκιές τους. Οι αισθήσεις και οι παραισθήσεις είχαν κολλήσει σαν βδέλλες και τους ρουφούσαν την υγρασία από τα κορμιά τους.
Δύο άγνωστοι. Σε μια πόλη χωρίς όνομα. Ταξίδευαν με ένα τρένο φάντασμα.
Πλησίαζαν στο σταθμό. Έκανε να τον αποχαιρετήσει. Ήθελε να του μιλήσει. Εκείνος ακούμπησε το δάχτυλο του στα χείλη της. Δεν την άφησε να μιλήσει. Τόσες μέρες εξάλλου δεν είχε ακούσει τη φωνή της. Επικοινωνούσαν με τη σκέψη τους. Ένας ηχος και θα διέλυε τη μαγεία. Ακούμπησε τα χείλη του τρυφερά στα δικά της. Ένιωσε τη ζεστασιά τους. Τα άκρα της παρέλυσαν. Μέχρι να ανοίξει τα μάτια της εκείνος είχε χαθεί. Ανύμπορη να αντιδράσει έψαξε την άδεια βαλίτσα της. Τα όνειρα της και οι επιθυμίες της έτρεξαν και μπήκαν μέσα. Της ανήκαν. Μαζί τους και οι αναμνήσεις από τις εγκεφαλικές στιγμές τους.
Έτσι έπρεπε να γίνει…
Το τελευταίο που ακούστηκε ήταν ο ήχος από το τρένο που ξεκινούσε. Εκείνη είχε ήδη επιβιβαστεί. Είχε επιστρέψει στην πραγματικότητα.
Λίγες ώρες έπειτα στο μπαλκόνι της, έσκιζε ένα γράμμα και το έδωσε στον άνεμο να το μετατρέψει σε ψίθυρους να του το μεταφέρει.
Κάποιοι άνθρωποι εμφανίζονται στη ζωή μας και μένουν τόσο όσο για να μας θυμίσουν τι είναι αυτό που θέλουμε και μετά χάνονται σα να μην υπήρξαν ποτέ…