Θαυμάστε μια (1) πρόταση στο παιδικό (;) βιβλίο “Ο Τρελαντώνης”:
“Αντάμωσε την περιφρονητική ματιά της Αλεξάνδρας, το κοροϊδευτικό σήκωμα των φρυδιών του Αντώνη, το ξαφνισμένο, όλο ρωτήματα μουτράκι του Αλέξανδρου και, βουλιάζοντας κάτω από το βάρος της ντροπής, παρακαλώντας μέσα της να την καταπιεί η γη, δίπλωσε τους ώμους της, χώθηκε σιγά στο κούφωμα της πόρτας και, ξεγλιστρώντας πίσω από το θείο, έτρεξε στη σκάλα, ανέβηκε δυο δυο, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα της, που ήταν όλων των αδελφών κάμαρα, και κρύφθηκε πίσω από την κουνουπιέρα της.”
Όχι μόνο δεν χωράει σε Tweet, αυτό το κείμενο προϋποθέτει άλλου είδους παιδικό εγκέφαλο από αυτόν που έχουν σήμερα τα παιδιά! Αλλά και οι μεγάλοι δεν ανεχόμαστε τέτοιες πολύπλοκες και μακρόσυρτες προτάσεις. Χάνουμε τον μπούσουλα. Ψάχνουμε την τελεία σαν ανάσα σε μακροβούτι. Πως το διάβασα αυτό (και με πάθος) πέντε χρονών απορώ τώρα:
“Πράσινα και γαλάζια κομμάτια γυαλί, κάποτε και άσπρα, χαλκάδες τενεκεδένιους σκουριασμένους ή καπάκια κουτιών στρογγυλά, σα ρόδες χωρίς αξόνι – μα ο Αντώνης έλεγε πως ήταν εύκολο να τους κάνεις αξόνι μ’ ένα καρφί που θα τα τρυπούσε στη μέση – κάποτε κανένα κουδουνάκι σιδερένιο χωρίς γλωσσίδι – που και αυτό διορθώνουνταν, βεβαίωνε ο Αντώνης, με μια μεγάλη χάντρα της Αλεξάνδρας, κρεμασμένη σε μια κλωστή, μόνο που η Αλεξάνδρα, που είχε πέντε τέτοιες χάντρες, δεν ήθελε να δώσει καμιά, – κάποτε κανένα κομμάτι σκοινί ή σπάγκο ή τέλι, μα προπάντων πέτρες, πέτρες όλων των σχημάτων, με φλέβες σταχτιές, μενεξελιές, τριανταφυλλιές ή μαύρες.”
Επιρρήματα, αντικείμενα, υποκείμενα, επίθετα, σημεία στίξης δείχνουν σχεδόν αναρχικά πεταμένα στο χαρτί. Αν βέβαια δεν σε έχει συνεπάρει η ιστορία…
“Μα οι μεγάλοι δεν ξέρουν ποτέ να διηγηθούν καλά, γιατί λένε πάντα μόνο τα βαρετά, την ώρα, τον ανήφορο, την κούραση, τη σκόνη, την ωραία θέα, το κρύο νερό, πόσα χρόνια είναι χτισμένο το μοναστήρι, πόσοι καλόγεροι είναι μέσα, και ξεχνούν όλα τα λαχταριστά, σαν την τούμπα του καλόγερου, το πανταλόνι κάτω από το ράσο, τους σπάγκους στα παπούτσια.”