Ένα θολό πράσινο φως βάφει τους τοίχους του σκοτεινού δωματίου, κάθε πρωί, αξημέρωτα. Ο στεγνός ηλεκτρονικός ήχος ακολουθεί και τα μάτια ανοίγουν απρόθυμα.
Κάθε μέρα, οι ίδιες κινήσεις, ένα αυτόματο εκτελεί μηχανικά με απαράλλακτη σειρά, ο χρόνος προκαθορισμένος και πιεστικός. Δυο χούφτες παγωμένο νερό στο πρόσωπο, τα ρούχα που ετοιμάστηκαν αποβραδίς, δυό γουλιές καφέ και κατόπιν, η γνωστή διαδρομή ως το σταθμό.
Ένα ανώνυμο πλήθος, άνθρωποι ανακατεύονται καθώς ακολουθούν ξεχωριστές πορείες για τις αριθμημένες αποβάθρες. Τα βήματα αλλάζουν ρυθμό, αποφεύγοντας αποκαμωμένα κορμιά, αραδιασμένα στο σκληρό τσιμέντο, σκεπασμένα με βρώμικες κουβέρτες στις απάνεμες πλευρές του σταθμού, μια αφετηρία κι ελπίδα μαζί για μια νέα ζωή, μακριά από τη ρημαγμένη πατρίδα.
Απόκληροι μιας παρακμιακής κοινωνίας ζητιανεύουν φορτικά ένα τσιγάρο, επιδεικνύουν φρικτές πληγές για μια ελεημοσύνη, πουλάνε χαρτομάντιλα για μισό ευρώ.
Με το εισιτήριο στο χέρι, για το ίδιο ανούσιο ταξίδι, για την ίδια δουλειά, που κάποτε αγαπούσες και στην κατάντησαν βραχνά. Σύντομη αναμονή, τελευταίες, κοφτές ρουφηξιές από το πρωινό τσιγάρο και στην ουρά μαζί με οικίες φυσιογνωμίες αγνώστων.
Δύο-τρία σκαλιά και στη θέση σου, πάντα από τη δεξιά πλευρά για να ξεφύγεις, έστω και για λίγο, το φως του ήλιου που σε λίγο θα προβάλλει.
Τα μάτια κλείνουν για μερικά λεπτά κλεμμένου ύπνου, δικαιολογία ώστε να μη βλέπεις το άχαρο τοπίο του εύφορου και τόσο βαρετού κάμπου.
Το μυαλό λειτουργεί και αναγνωρίζει την κάθε στροφή, τις τόσες λακκούβες της ταλαιπωρημένης και κατ΄ευφημισμό Εθνικής, Οδού. Το συνηθισμένο δρομολόγιο συνεχίζει, στάσεις, φωνές όσων ανεβαίνουν για λίγο και μετά μόνο ο ήχος της μηχανής που επιταχύνει.
Μια ακόμη στάση, η δική σου. Δρόμοι πνιγμένοι στην πηχτή ομίχλη, ένας αναστεναγμός όσο κρατάει ένα ολόκληρο ωράριο κι έπειτα, η αντίστροφη πορεία. Ένας κύκλος τελείωσε.
Η αντίστροφη μέτρηση για τον επόμενο, μόλις ξεκίνησε.
Πρώτη δημοσίευση: http://y.youropia.gr
Φωτογραφία άγνωστου: Ο Σιδηροδρομικός σταθμός της Νέας Υόρκης (1933)