Η ώρα τρεις τα ξημερώματα κι εγώ κλεισμένη στο σπίτι μου κοιτάζοντας το τασάκι που ήταν γεμάτο από δύο πακέτα σβησμένα τσιγάρα. Δύο μέτρα πιο μακρυά κοιτάζω το καλάθι με τα σκουπίδια και δεν έχω κουράγιο να πάω να το αδειάσω. Ένας μήνας ήδη είχε περάσει από το χωρισμό μας και δεν μπορούσα ακόμη να το πιστέψω.
Ξαφνικά ακούω μια φωνή να ξεπηδάει από τα βάθη του μυαλού μου.
-«Τι θα γίνει με σένα, θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη αυτή η κατάσταση;»
-«Μπα, με θυμήθηκες κι εσύ;» της απάντησα, νοιώθοντας απίστευτο θυμό.
-«Εδώ ήμουν πάντα, εσύ είχες κλειδαμπαρωθεί και δε μου έδινες σημασία. Μόλις είδα φως και μπήκα. Τι έχεις;»
Άρχισα να της μιλάω για το πόσο έξαλλη ήμουν με την κατάσταση που είχε συμβεί μεταξύ μας. Χωρίσαμε στα ξαφνικά, χωρίς λόγο και αιτία, τουλάχιστον χωρίς κάποιο λόγο που να τον έμαθα ξεκάθαρα. Το μόνο που μου είπες ήταν ότι δεν υπάρχει κάποιος σημαντικός λόγος και ότι δεν έφταιγα εγώ σε κάτι. Δεν έφτανε αυτό αλλά συνέχισες τη ζωή σου σαν να μην υπήρξαμε ποτέ και το μόνο που μου είπες, όταν σου είπα πόσο λυπημένη ήμουν που δεν ήμασταν πια μαζί, ήταν ότι δεν έχω λόγο να μην είμαι καλά.
-«Μάλιστα κατάλαβα» είπε η φωνή. «Και τι σκέφτεσαι να κάνεις σχετικά με αυτό;»με ρώτησε.
-«Με πόνεσε τόσο που θέλω να του κάνω κι εγώ το ίδιο, να τον αντικαταστήσω αμέσως και να συνεχίσω τη ζωή μου σαν να μην υπήρξαμε.»
-«Είναι αλήθεια αυτό το πράγμα;»
-«Όχι, βέβαια».
Η φωνή γέλασε με ένα τόσο εκκωφαντικό γέλιο που με τρόμαξε.
-«Θέλεις να γίνεις δηλαδή ίδια με αυτό που μισείς; Θέλεις να βάλεις κι εσύ τη μάσκα της υποκρισίας και να γίνεις ένα με αυτό που κοροιδεύεις;».
Είχε δίκιο. Δεν ήθελα αυτό αλλά δεν ήξερα και πώς να μαλακώσω το θυμό μου. Αισθανόμουν προδωμένη από την ξαφνική εγκατάλειψή σου. Πως μπόρεσες να σβήσεις τα πάντα; Γιατί σου ήταν εσένα τόσο εύκολο να μας παρατήσεις;
-«Έτσι κάνουν οι άντρες όταν προκύπτει κάποιο πρόβλημα. Ή αισθάνονται δυνατοί και το πολεμάνε ή εγκαταλείπουν», είπε η φωνή.
-«Μα είναι δυνατός, το ξέρω, το αισθανόμουν. Από την πρώτη στιγμή αισθάνθηκα στην αγκαλιά του σιγουριά και ασφάλεια. Ήταν το πιο όμορφο συναίσθημα. Αυτό είναι που μου λείπει τόσο πολύ.»
-«Δε φτάνει να το ξέρεις εσύ, πρέπει να το ξέρει και ο ίδιος. Προφανώς κάτι τον έκανε να πιστέψει ότι μαζί σου δεν έχει τη δύναμη να το καταφέρει.», είπε η φωνή και άρχισα να καταλαβαίνω τι εννοεί. «Πρέπει να τον αφήσεις να βρει τα θέλω και τη δύναμή του, είναι δική του δουλειά και δική του επιλογή. Σταμάτα να αμφισβητείς αυτά που ζήσατε, δεν ήταν ψέμα. Ψέμα θα ήταν να συνεχίζατε και να χάνατε αυτό που σας ένωσε. Αυτό το ευθύ και το πολύ που αισθανθήκατε, φυσικά και αβίαστα.»
Άρχισα να νοιώθω απελπισία, αφού δεν τα καταφέραμε και μαζί δε θα γινόταν να τα καταφέρω με κανένα. Όσο και να προχωρούσα, απλά έβλεπα ότι γινόταν όλο και πιο δύσκολο να βρω κάποιον να μπορώ να συνδεθώ μαζί του ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς, φόβους και δεύτερες σκέψεις. Κάποιον που να μπορεί να είναι δίπλα μου και να είμαστε και οι δύο γεμάτοι χωρίς να χρειάζεται να πληγώνουμε ο ένας τον άλλο. Χωρίς ημερομηνία λήξης, μέχρι το τέρμα της διαδρομής.
-«Νοιώθω μόνη μου», της είπα.
-«Δεν είσαι μόνη σου, έχεις εμένα, μην το ξεχνάς. Πάντα θα έχεις εμένα μέχρι το τέλος» μου απάντησε.
-«Και τώρα τι κάνουμε από εδώ και πέρα;»
-«Δεν ξέρω τι θα κάνουμε αλλά κάτι θα σκεφτούμε. Ούτε ξέρω που πάμε, ξέρω όμως ότι έχουμε δρόμο ακόμη. Κοιμήσου να ξεκουραστείς και θα πάμε παρέα… Και όπου μας βγάλει».