Είναι εφτάμιση το πρωί περίπου, μπορεί να πέφτω και κάνα τέταρτο έξω. Αλλά ο ήλιος έχει ακόμα αυτό το αναποφάσιστο, δεν καίει σταθερά, δεν έχει συγκεντρωθεί. Αν συνέχιζα την ανθρωπομορφική παρομοίωση θα έλεγα ότι σκέφτεται αν αξίζει να ασχοληθεί με την μέρα με τόσο πάθος, αν θέλει να υποφέρουμε πάλι.
Είναι δυο τρία σύννεφα στη μέση ακριβώς της θέας του ουρανού μου όπως κοιτάω ψηλά και αναρωτιέμαι τι να φορέσω για να μην ιδρώσω αμέσως. Κι αυτά δεν έχουν αποφασίσει αν θα χοντρύνουν σήμερα ή θα εξαφανιστούν διακριτικά σαν να μην πέρασαν ποτέ. Για τώρα ποζάρουν ανφάς και προφίλ με μικρές αλλαγές στο σχήμα τους. Ότι και να λέμε, όσο και να γκρινιάζετε όσοι είστε σε παραλία, αν καλέσουν τα ξαδέλφια τους τα πιο χοντρά σύννεφα και ρίξει μια ψιλομπόρα θα είναι υπέροχα.
Μόνο όλοι εσείς με τα μούσια θα έχετε να ανησυχείτε μην και είναι αρχή κατακλυσμού και σας πει ο Θεός να φτιάξετε Κιβωτό. Εμείς οι ξυρισμένοι γελάμε, βγαίνουμε στην βροχή χωρίς φόβο. Κάνουμε έρωτα και αν αρχίσουν αστραπές, ε, γυρνάς αλλιώς να είναι η γκόμενα από πάνω καλού κακού.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ΜεξικανοΠόντιος ποιητής και πηδήκουλας. Όλοι οι συγγραφείς πηδάνε αβέρτα, έχουν βρει το αδύναμο σημείο των γυναικών και το εκμεταλλεύονται. Τουλάχιστον ο Αλέκος το ομολογεί προκαταβολικά και κρατάει αναλυτικό τεφτέρι για να μην καταντήσει να λέει σε δέκα χρόνια ότι έχει πηδήξει την μισή Αθήνα. Θα πει αν είναι “37.2% σύμφωνα με την τελευταία απογραφή” ή κάτι τέτοιο.