Ένα στιλάκι που έτεινε μέσα στα χρόνια της ευημερίας να γίνει από εξαίρεση ο κανόνας, ήταν ο κοινωνικός μαϊντανός.
Όποια πέτρα να σήκωνες, είτε επρόκειτο για την πρεμιέρα της ταινίας «Εμμανουέλλα Νο 85», είτε για τη χειροτονία του πατέρα Τζιτζιφιόγκου της Αγίας Ζιμπάμπουε, ήταν αφορμή για κοινωνικές επαφές και γνωριμίες στον κοινωνικό μαϊντανό.
Αν ήταν μαϊντανός σερνικός, φόραγε μαύρο σακάκι με κολλητό βε φανελάκι σε όλα τα χρώματα και ήταν πάντα εκεί με το μαύρο γυαλί, ακόμα και λίγο πριν βγουν οι βρικόλακες για φαγητό, με ύφος Τζόνι Ντεπ, στη χειροτέρα.
Αν ήταν μαϊντανός θηλυκός, φόραγε ό,τι πιο ξέκωλο διέθετε η ντουλάπα και το μπάτζετ με τα πολύχρωμα δωδεκάποντα, θύμιζε Carrie Bradshaw, τουλάχιστον.
Και οι δυο έδιναν πάντα το παρόν μαζί με τόνους business cards, που υποσχόταν τα καλύτερα pr. σε όλο το δυτικό κόσμο.
Τώρα που η ευημερία είναι ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό, κλείστηκαν όλοι και όλες στα πισιά και έγιναν οι μαϊντανοί του διαδικτύου.
Δηλαδή, οι μαϊντανοί πλέον περιορίζονται στο…λογκ-ίνεσθαι, παρά στο βρίσκεσθαι και συνεχίζουν να κάνουν όνειρα για τη ζωή της άλλης, αυτής που δεν έγιναν ποτέ, όσες γνωριμίες και αν έκαναν τότε που όλοι περνούσαν για κάποιοι.
Δεν τα κατηγορώ τα παλικάρια και τις δεσποσύνες που έπεφταν στη λούμπα της κοινωνικής καταξίωσης ανάλογα με το πόσες φορές τους έσερναν ημιλιπόθυμους στα κυριλέ μπαράκια επειδή ήξεραν τον ημίθεο μπάρμαν και τους κέρναγε σφηνάκια αντί για πασατέμπο.
Έντάξει, όλοι νομίζω ότι κάποια στιγμή μπήκαμε σε αυτό το τριπάκι.
Το θέμα το έχω με αυτούς που δυσκολεύονται να βγουν, γιατί η ανισορροπία εκεί φαίνεται: όχι στο πόσο απλά μπαίνεις στην ευκολία, αλλά στο πόσο αναίμακτα αφήνεις τη βολική καθημερινότητα που σου έταξε μιας ζωή που δεν έζησες και επιστρέφεις σε αυτό που ήσουν: ο Γιώργος, ο Τάκης, η Μαρία, η Ντίνα της διπλανής πόρτας και σήμερα πια, του διπλανού υπολογιστή.
Ζούμε σε μια κοινωνία που μας θέλει υπερκοινωνικούς, αλλιώς νιώθουμε σα να μην υπάρχουμε.
Θα ήταν όμως σούπερ, να ξαναβρούμε την εσωστρέφεια που κρύψαμε καλά μέσα μας. Το ταλέντο μας, τη σκέψη μας και τη λογική μας, που δεν είναι απαραίτητα σωστή, μόνο όταν είναι κοινή.
Αυτή η κοινοκτημοσύνη σε ό,τι κατακτούμε, είναι κάτι που πάντα ενδόμυχα με ενοχλούσε.
Επιλεκτικά είναι πιο καλά, είτε πρόκειται για τις επαφές μας, είτε για το διάλογο που θα ανοίξουμε, ειδικά τώρα που είμαστε όλοι red alert να κατασπαράξουμε όποιον έχει αντίθετη άποψη, με αυτήν που νομίζουμε ότι έχουμε διαμορφώσει.
Καλός ο διάλογος δε λέω, αλλά σε εξισώνει με τον συνδιαλεγόμενο και τελικά το πόσο επιλεκτικός είσαι φαίνεται από το με ποιους επιλέγεις να εξισωθείς… πρόσεχε μην ισοπεδωθείς!
Καλώς ή κακώς, εφόσον ίσοι και ίδιοι δεν είμαστε όλοι, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα επιλεκτικοί, σχετικά με το ποιους προσκαλούμε για εξίσωση άνευ όρων.
Επιστροφή στην εσωτερικότητα, με απλά ελληνικά και παρόλο που γνωρίζω ότι σε πολλούς μπορεί να ακουστεί λίγο ελιτίστικο, έχω να δηλώσω ότι μόνο υπεροπτική δεν είναι η προσέγγισή μου.
Θα τη χαρακτήριζα περισσότερο ανθρώπινη, σεβόμενη τη διαφορετικότητα του καθενός και ό,τι ζαβό ή ίσιο, κουβαλάει το διαταραγμένο του.
Άλλοι διαλέγουν τα λόγια, άλλοι το έργο που παράγουν, άλλοι την τέχνη τους, άλλοι απλώς ένα τίποτα.
Κάποιες φορές όμως, είναι καλύτερο να μασάς, παρά να μιλάς (ή να πληκτρολογάς…).
Την τσίχλα εύκολα τη λιώνεις και τη φτύνεις μετά, τα λόγια που λες ή γράφεις, δύσκολα τα παίρνεις πίσω, εκτός βέβαια, αν είσαι πολιτικός ή καλύτερα πολιτικάντης, παλιάς κοπής και αναμασημένης μπαρουφολογίας… In that case, I rest my case.
…No more will my green sea go turn a deeper blue
I could not forsee this thing happening to you
If I look hard enough into the setting sun
My love will laugh with me before the morning comes…