Πήρα τις χορδές πριν ένα μήνα αλλά τώρα βρήκα χρόνο να ασχοληθώ. Η μικρή είχε μπει μεν στο κρεβάτι αλλά είχε όρεξη για κουβέντα. «Φτιάχνεις την κιθάρα μπαμπά;” Ξεκίνησα. Όταν χειρίζεσαι μια κλασσική κιθάρα είναι σημαντικό να είσαι βολικά. Αλλιώς την κοπανάς από εδώ και από εκεί. Είχα πλύνει βέβαια τα χέρια μου καλά. Μια φορά ο δάσκαλός μου στο ωδείο με είχε κατσαδιάσει χοντρά γιατί μύριζαν φακές λέει. Τρανός σολίστας ο άνθρωπος αλλά κακός δάσκαλος.
«Είναι μεγάλη μπαμπά η κιθάρα σου!» συνεχίζει η πάρλα. Προσεκτικά άρχισα να λασκάρω την πρώτη. Μια χαρά είναι ακόμα η άτιμη. Δεν θυμάμαι καλά το μαγαζί που την αγόρασα, θα ήμουν εφτά χρονών νομίζω. Αλλά θυμάμαι την τουαλέτα. Είχα κλειστεί μέσα για να αποφασίσω τι μουσικό όργανο ήθελα να μάθω. Ο μεγάλος μου αδελφός είχε διαλέξει αρμόνιο. Εγώ ήθελα βιολί ή κιθάρα. Με βασάνισε η επιλογή. Άνοιξα την πόρτα και το ανακοίνωσα στους γονείς μου.
Μια μια χαλαρώνω τις χορδές. Δεν αντέχω να μην παίξω και λίγο, έχει πλάκα έτσι πιο μπάσα. Αλλά ξεσηκώνω την μικρή. «Μπαμπά, έχει χτυπήσει η κιθάρα σου!» Μου δείχνει ένα βαθούλωμα. Τριαντακάτι χρόνια την έχω και το μόνο της σημάδι δεν το έκανα καν εγώ. Την είχα δανείσει στην ξαδέλφη για έναν χρόνο. Όπως όλα τα δώρα σε όσους αγαπάς δεν με απασχόλησε αν και αντικειμενικά μεγάλη θυσία. Μακάρι να έμαθε καλά.
Μαζεύω τις παλιές χορδές και αρχίζω να καθαρίζω. Είναι εντυπωσιακό πόσο λίγη συντήρηση χρειάζεται αυτό το όργανο. Στο φως βλέπω τις αγαπημένες θέσεις των χεριών μου στα τάστα. Δεν είναι όσο προσωπικό όργανο είναι ένα πνευστό, αλλά μια κιθάρα σμιλεύεται με τον καιρό από τα κομμάτια που παίζει. Το καινούργιο πακέτο δεν είναι Savarez αλλά κάποια Αμερικάνικη μάρκα χορδών. Πρώτη φορά βάζω οτιδήποτε άλλο. Η πρώτη μου δασκάλα μου είπε αυτές, αυτές βάζω! Οι καινούργιες είναι όλες μαζί σε ένα πακέτο και όχι με ξεχωριστό χαρτόνι η καθεμιά. Έχουν ένα αυτοκόλλητο στην άκρη για να ξέρεις ποια είναι ποια. Δεν πήγαν και όλοι χρόνια Ωδείο για να έχουν μάθει τα κόλπα. Ακόμα και στο μισοσκόταδο τα καταφέρνω όμως. Όπως εκείνη την φορά που τραγουδούσα απεγνωσμένα στο τέλος μιας σχέσης. Πάλι με την κιθάρα αγκαλιά…
Καθώς τυλίγω την πρώτη θυμάμαι το άγχος μου όταν πρωτοπέρασα μόνος μου χορδές. Δεν έπιαναν καλά, δεν έσφιγγαν, μερικές μου βγήκαν και τελείως μέχρι να βρω τα κόλπα. Τώρα μόνο η ανάμνηση του φόβου, όλα γίνονται αυτόματα. Παλιά έπρεπε να το σκεφτώ. Προς τα που σφίγγει; Τώρα όχι μόνο πάει μόνο το χέρι αλλά σταματάει και μόνο του μόλις παίξει σωστά η Μι. Ούτε μηχάνημα ούτε σφυρίχτρες, το αυτί και η χορδή έχουν συγχρονιστεί. Αν είναι λάθος, είναι λάθος και τα δυο. Εγώ δεν θα το ξέρω.
«Μπαμπά, νερό.» Είχε ξεχάσει σε άλλο δωμάτιο το παγούρι της. Σηκώνομαι με προσοχή περιτριγυρισμένος από χορδές και με το όργανο ανοιγμένο σαν σε χειρουργείο. Με κοιτάει με δέος. «Θα τις φτιάξεις όλες;” Αρχίζω να τις λέω την ιστορία της κιθάρας και πως έμαθα. Κλείνει τα μάτια. «Περίμενε να βάλω και τις άλλες χορδές να σου παίξω κάτι που έγραψα όταν γεννήθηκες.» Δεν θα το ακούσει συνειδητά τώρα, όπως και τότε που κοιμότανε συνέχεια. Ούτε στην Ρε δεν έχω φτάσει και βαριανασαίνει γλυκά.
Τις παλιές χορδές θα τις βάλω σε μια κιθάρα που μου άφησε ο φίλος μου ο Κώστας που ξενιτεύτηκε. Εφτά χρονών δεν μπορούσα να φανταστώ αυτή την οικονομική κρίση. Θα του την φτιάξω κι εκείνη. Όταν γυρίσει να παίξουμε μαζί.
Κουρδίζω.
Παίζω.
Αντέχουν πολύ οι χορδές όταν τις προσέχεις.