Προηγμένη για την εποχή του σύγκριση μεταξύ ομορφιάς Ελληνίδων από τον Τιμ Αμπελά:
«Αί Άραχωβίτισσαι είναι έργατικώταται. Τά πλείστα της ένδυμασίας των κατασκευάζουσιν αί ΐδιαι” έκτός τών έξοχικών άσχολιών των καταγίνονται είς τήν ταπητουρ- γίαν. Είναι δέ άξιόλογοι οί τάπητές των οί τρίφυλλοι, οί λεγόμενοι κοινώς καρπίτια καί οί δίφυλλοι ήτοι οί κορτσίδες καί αί βελέντζαι καί αί τοέργες (σκεπάσματα μάλλινα δυνάμενα νά σκεπάσωσι δέκα άνθρώπους) άλλά καί τά ταλαγάνια τών γυναικών, καί τά σεγγούνια τών άνδρών καί άλλα πολυειδή καί χρήσιμα ύφάσματα είσί εργα τών χεριών των, αί’τινες διά της έργασίας των ώς έπί τό πλείστον καταρτίζουσι τάς προίκας των…… Μέ τό θέμα αύτό θά καταπιαστώ άναλυτικά πιό κάτω.
«Αί Άραχωβίτισσαι—διότι είς αύτάς δικαίως πρέπει νά έπανέλθη τις—έχουν διάφορον καλλονήν τών Μεγαριτισσών. Τάς τελευταίας ταύτας, άς μεταβαίνομεν
νά ΐδωμεν κατά την τρίτην ήμέραν του Πάσχα χορευούσας τήν περιώνυμον τράτταν κολακεύει ολίγον καί ή κοκκεταρία του ένδύματός των, ιδίως ή άνεσεσυρμένη πλαγίως άκρα του ένδύματός των” δέν έχουσιν δμως ουτε τήν λευκότητα τοΟ δέρματος, ουτε τό παράστημα τό άνδρικόν τών Άραχωβιτισσών. Εΐδον τινάς αυτών, μετά τήν έκλογήν, έορταζούσας τήν νίκην του κόμματός των διά πυροβολισμών καί έφαντάσθην οίαν έντύπωσιν θά προύξένει έν ώρα άγώνων τάγμά τι θηλυκών εύζώνων, ή άμαζόνων στρατολογούμενον έκ τών Φαιδριάδων άκρων καί τών παρά τάς κορυφάς τών ποιητικωτέρων όρέων της ‘Ελλάδος του Παρνασσου καί του ‘Ελικώνος! Έφαντάσθην δέ πρός τούτοις ποΐαν θραυσιν ήδύνατο νά κάμη έπί τών ευαίσθητων, τών ρωμαντικών κυριών της όδού Σταδίου ό γρόνθος μιδς όρεσιβίου άμαζόνος τών μερών έκείνων ! Έσκεπτόμην δέ ταϋτα τήν ήμέραν ίδίως της έκλογής καθήμενος πρό της θύρας της έκκλησίας, έν ω οί συνταγματικοί πολΐται έξήσκουν τό μέγιστον τών δικαιωμάτων των ! Είχε σχηματισθη έν τώ άπέναντι της έκκλησίας λο- φίσκω μωσαϊκών έκ γυναικών φερουσών τάς πολυτιμωτέ- ρας ποικιλοχρόους ένδυμασίας των. Τό θέαμα ήτο έκ τών γραφικωτέρων δσα ήδύνατό τις νά ϊδη εις τά μέρη ταΟτα. Τό σύμπλεγμα έκεΐνο άπειραρίθμων Άραχωβιτισσών πα- ραμενουσών έπί του λόφου έκείνου φίρδην μίγδην καθ’ δλην τήν ήμέραν της έκλογής, έξέπληξε καί τούς τρεις “Αγγλους περιηγητάς, <δν έμνήσθην άνωτέρω……
Μιας και είμαστε στην περιοχή, μια γυναικεία ματιά από το βιβλίο που έβγαλαν οι αδελφέ Σμίθ περί το 1884:
«’Ανεβήκαμε, γράφει ή Σμίθ, μιά ράχη τοϋ Παρνασσού άπ’ ενα άνηφορικό απότομο μονοπάτι. “Υστερ’ άπό λίγο βρεθήκαμε σ’ ένα πράσινο οροπέδιο πού πάνω του ορθώνεται ή χιονισμένη κορφή, ή ίερή στόν ‘Απόλλωνα καί στίς μούσες, καί πιό πέρα μιά χαμηλότερη άφιερωμένη στό Διόνυσο. ‘Αναγκαστήκαμε νά περάσουμε άπ’ ένα λασπόδρομο, στήν άκρη μιάς λίμνης άπ’ δπου βλέπαμε τό χωριό Καλύβια, τά καλοκαιρινά σπίτια τών Άραχωβιτών κι’ υστέρα άνεβήκαμε σ’ ένα λόφο στό άπέναντι μέρος του Παρνασσου ……
Φτάνουν στό άντρο και μας τό περιγράφει λέγοντας κοντά στ’ άλλα πώς «στή σπηλιά τούτη βρήκαν καταφυγή οι κάτοικοι στούς Περσικούς πολέμους όπως και στήν Ελληνική Επανάσταση». Μά μιά ξαφνική βροχή έκανε τις τρεις Εγγλέζες νά καταφύγουν κι’ αύτές στό Κωρύκειο, καί νά μείνουν κειμέσα περισσότερο άπ’ δτι θέλανε. Φεύγοντας όμως καί πάλι στό δρόμο τους έπιασε βροχή.
«Περάσαμε κοντά άπ’ τά Καλύβια της Άράχωβας κι’ άπ’ ένα μισοκαμμένο οικοδόμημα πού ό Θόδωρος (άγωγιάτης) άστειευόμενος τ’ ώνόμασε «ή έκκλησιά του “Αϊ Γιάννη». Άπ’ τό λόφο, ,πάνω άπ’ τήν Άράχωβα ή θέα ήταν μεγαλόπρεπη. Ό ούρανός ήταν πεντακάθαρος κι’ ό Παρνασσός πού πριν άπό λίγο είχε πέσει πάνω του καινούργιο χιόνι, όρθωνε πίσω μας τό μεγάλο του κεφάλι. Μπροστά μας βλέπαμε τόν κάμπο του Πλειστον καί τις κορφές άπ’ τό Ξεροβοϋνι καί τόν Ελικώνα καθώς κι’ ένα μεγάλο μέρος άπ’ τόν Κορινθιακό κόλπο. Κατεβήκαμε πεζή καί ξανακαβαλλήσαμε μονάχα όταν ζυγώναμε τήν Άράχωβα. Τά σπίτια της πόλης αύτής είναι σκεπασμένα μέ κόκκινα κεραμίδια πού τά κρατάνε σταχτιές άπελέκητες πέτρες. ΟΕ γυναίκες της Άράχωβας φημίζονται ιιώς είναι οί όμορφότερες της Ελλάδας κι’ είναι γραφικές φορώντας τά κόκκινα μάλλινα σεγγούνια τους. Πολλές γυναίκες ήταν στό δρόμο κρατώντας τίς ρόκες τους καί τό καλάμι ήταν στεφανωμένο άπό όλόασπρο βαμβάκι. Διαβαίνοντας μάς χαιρετήσανε μέ τό «καλωσωρίσατε» καί τό «γειά σας». Είχαμε δει πολλές ώς τώρα φιλόξενες οικογένειες, μά ή οικογένεια κείνου πού μάς φιλοξένησε στήν Άράχωβα ήταν ή πιό καλή άπ’ δλες. Ή γυναίκα του μας δέχτηκε εύγενικά καί μας έστειλε γιά τό γεΰμα ένα ξύλινο δοχείο, βεδούρι, γιομάτο γιαούρτι. Αγοράσαμε μερικές γυναικείες φορεσιές καί γελάσαμε πολύ όταν ή οικοδέσποινα μάς έντυσε μ’ αύτές, έξηγώντας μας πώς κόκκινα φοράνε οί άνύπαντρες γυναίκες καί μαύρα of παντρεμένες, άν κι’ οί δυό είχαν κόκκινα ζωνάρια».