«Ξέρεις, δεν με νοιάζει για όλα τα άλλα, μόνο για το φιλί με νοιάζει. Αν με φιλούσες ξανά, όλα θα γίνονταν καλύτερα. Αν ένα πρωινό ξυπνούσα με τα χείλη σου πάνω στα χείλη μου, αυτό θα ήταν αρκετό.
Αν με φιλούσες θα φόραγα παπούτσια με φτερά και θα σε πήγαινα ταξίδι ξανά ως την αρχή. Ίσως να σκέφτεσαι πως πρέπει εγώ να σε φιλήσω, αλλά δεν με νοιάζει τι σκέφτεσαι πια. Βαρέθηκα να υποθέτω τις σκέψεις σου, θέλω μόνο ένα φιλί και τίποτε άλλο.
Θέλω ένα φιλί να μοιάζει με το πρώτο μας. Ούτε θυμάμαι πόσος καιρός πέρασε από εκείνο το απόγευμα. Δεν είμαι καν σίγουρη πως υπήρξε κάποτε τέτοιο ζεστό απόγευμα.
Σκέφτομαι πως μάλλον δεν πρέπει να το θυμάσαι, ίσως το ξέχασες με όλα αυτά τα καθημερινά προβλήματα. Εγώ δεν ξέχασα, το φέρνω στη μνήμη μου πολύ συχνά. Αρκετές φορές το σκέφτομαι όταν σε βλέπω να κάνεις κάτι άσχετο. Όταν καπνίζεις για παράδειγμα και τα χείλη σου αγκαλιάζουν το φίλτρο με λατρεία. Και το ρουφάς σφίγγοντας τα χείλη κι εκείνα κοκκινίζουν ελαφρά. Γίνομαι πράσινη από τη ζήλια μου αγάπη μου.
Τότε φαντάζομαι πως γυρίζουμε πίσω σε εκείνο το απόγευμα και το τσιγάρο σου το σβήνεις στο τασάκι του αυτοκινήτου, με τα μάτια κλειστά. Επειδή με φιλάς. Αργά και μαλακά, τα χείλη μου πρήζονται, η γλώσσα σου επιμένει να στροβιλίζεται εδώ και ώρα μέσα στο στόμα μου.
Από το κόκκινο φανάρι ξεκινήσαμε. Δεν είχαμε φιληθεί ξανά. Ύστερα φιληθήκαμε όταν παρκάραμε . Βγήκαμε από το αυτοκίνητο και σταθήκαμε όρθιοι παλεύοντας με τις γλώσσες μας . Γέλασες. Περνούσαν άνθρωποι δίπλα μας κι εμείς γελούσαμε και φιλιόμασταν αγάπη μου. Είπαμε να πιούμε ένα καφέ πριν να πετάξεις, μα δεν τα καταφέραμε.
Ακόμα ζαλίζομαι όταν το σκέφτομαι. Είχαμε ακουμπήσει στο κάγκελο, δεν ξέρω σε ποιο κάγκελο. Θυμάμαι πως ήταν κάπου στο αεροδρόμιο κι εσύ πετούσες σε λίγο. Εγώ πετούσα σαν τρελή μέσα στην αγκαλιά σου. Φώναζα και γελούσα, γελούσες κι εσύ, μου δάγκωνες τα χείλη μου κι εγώ σε μάλωνα και κάναμε δήθεν πως είχαμε καυγά. Μια φιλιόμασταν και μια φωνάζαμε ο ένας στον άλλον. Τραβούσα πίσω το κεφάλι μου κι εσύ με έφερνες κοντά και πάλι σε εκείνη την υγρή τη φυλακή σου.
Οι περαστικοί κοιτούσαν λοξά, μερικοί πιο αδιάκριτα. Έκλεινα τα μάτια μου να καταγράψω καλά στη μνήμη μου κάθε κίνηση χαρτογράφησης των χειλιών σου. Θυμάμαι ακριβώς πόσο επιθετική ήταν η γλώσσα σου. Ένας υγρός εισβολέας, επιτακτικός, τα ήθελε όλα και γρήγορα.
Και τα είχε. Και τώρα ψάχνω το φιλί σου. Το λαχταρώ. Απόψε που θα έρθεις στο σπίτι θα σου κολλήσω αυτό το γράμμα κάπου που να το δεις στα σίγουρα. Στην τηλεόραση ίσως. Ή στο ταβάνι, εκεί που κοιτάς πολύ συχνά σαν να διαβάζεις κάτι τρομερά σημαντικό.
Δεν με νοιάζει για τα άλλα αγάπη μου. Όλα τα ξεπερνώ. Μα το φιλί σου, που τόσο το λαχτάρησα, αυτό το θέλω πίσω. Και το θέλω απόψε, σήμερα, μην αρνηθείς. Σε παρακαλώ.
Ένα φιλί κι από αύριο μπορούμε να γίνουμε και πάλι δύο ξένοι.»