Είκοσι τρεις λέξεις απόμειναν από τα γραπτά του Αναξίμανδρου. Λιγότερες από τις ώρες της μέρας. Δεν ξέρουμε αν ο χρόνος στάθηκε με δικαιοσύνη πάνω από το έργο αυτού του εξαιρετικού ανθρώπου. Εάν θά ‘πρεπε ή όχι περισσότερα λόγια του να περάσουν τον ποταμό της λήθης και να σωθούν.
Εκείνο που ξέρουμε είναι πως ο Αναξίμανδρος μίλησε για τη δικαιοσύνη του χρόνου μ’ ένα τρόπο που κανείς πριν απ’ αυτόν δεν υποψιάστηκε, και κανείς ύστερα από κείνον δεν μπόρεσε να ξεπεράσει. Είναι κατά τούτο ο πρώτος νομοθέτης όχι μόνο σε πανανθρώπινη, αλλά και σε παγκόσμια βάση.
Η ιδέα του για τη δικαιοσύνη και την αδικία, πέρα από τα στενά όρια του ανθρώπου, περιχωρεί και τα απεριόριστα πεδία των πραγμάτων και των δράσεων. Και το εύρος της δικής μας ερμηνείας δεν πρόκειται να συμπέσει με το εύρος της δικής του σύλληψης, εάν, υπερβαίνοντας την κοσμική, δεν καλύψει και την οντική περιοχή. Ο Αναξίμανδρος ατένισε την ιδέα της δικαιοσύνης του σύμπαντος.
Μέσα από τις ελάχιστες λέξεις των πέντε αποσπασμάτων του μπορούμε να αναστυλώσουμε την εικόνα μιας αποίητης και απαραποίητης Θέμιδας, που πληρώνει το χώρο και αποληθαργεί το χρόνο.
Για να κατανοήσουμε σωστά τη διδασκαλία του για την αδικία και την πληρωμή, και να μπορέσουμε ακολούθως να εκτιμήσουμε από την άποψη της αγωγής την απόσταση ανάμεσα στον ανθρωπολογικό τύπο που υποδεικνύει η θεωρία αυτή και στον τύπο που απεργάζεται η σύγχρονη αγωγή, πρέπει να εντάξουμε το όλο σύστημα της στοχαστικής του διόδευσης μέσα στο γενικό πλαίσιο του πνεύματος των Προσωκρατικών.
Το κοίτασμα δηλαδή της αφορμητικής στιγμής του εντοπίζεται στην ιδέα του μηδενός και του είναι, όπως την συνέλαβε ο Παρμενίδης.
Είδαμε πώς ο Ηράκλειτος, κάνοντας το πρώτο άλμα, προώθησε τη σύλληψη αυτή στην ιδέα της σταθερότητας και της μεταβολής, και πώς ο Εμπεδοκλής, κάνοντας το δεύτερο άλμα, έφτασε στην ιδέα της φιλίας και της στάσης.
Ο Αναξίμανδρος μ’ ένα τρίτο άλμα ολοκληρώνει τον κύκλο δένοντας τον κρίκο του τέλους με τον κρίκο της αρχής. Η τροχιά της κίνησης που άρχισε από το ακρότατο σημείο του όντος και, διατρέχοντας την κοσμολογική και τη φυσική περιοχή, κατάληξε στην πρόδηλη μερικότητα του ανθρώπου, με το γιγάντιο τάνυσμα του Αναξίμανδρου υψώθηκε πάλι στο ον.
Το καινούργιο στοιχείο που αφήνει ο Αναξίμανδρος να ανιχνευθεί στο ρεύμα του παγκόσμιου κύκλου είναι η έννοια της δικαιοσύνης μ’ έναν τρόπο ανθρώπινα κατανοήσιμο.
Το κοσμικό γεγονός και το κοσμικό δράμα, μας λέει, είναι το πλουμιστό υφάδι του σύμπαντος που υφαίνεται στον αργαλειό της αδικίας και ξυφαίνεται αδιάκοπα από τον αργαλειό της ανταπόδοσης.
Οι νόμοι της φύσης και η λειτουργική των φαινομένων είναι τα ακατασκεύαστα ρείθρα που συγκρατούν και προπέμπουν το αφρισμένο αλαλητό των όντων, καθώς ο λόγος του σφρίγους και της ευδοκίας τους τα προάγει σ’ ένα τέλος αυθαιρεσίας και μέθης.
Η ποικιλία των πραγμάτων με όλο το κατάπληκτο πλέγμα της ζωντανής αλληλουχίας τους είναι οι ορδές των κληρωτών και των επιταγμένων που στρατολογήθηκαν για μια παγκόσμια εκστρατεία θριάμβου προορισμένη, μετά την τροπαιοφόρα καμπή της, να υποτάσσεται στη δικαιοσύνη της ήττας της.
Για να προσεγγίσουμε την έννοια αυτής της ευνομίας πρέπει να θεωρήσουμε τα πράγματα με αναστραμμένη την προοπτική της ηθικής μας συνήθειας.
Τη δικαιοσύνη δηλαδή, πρέπει να την αντικρίσουμε σαν εγκόσμια τάξη, και να την αναζητήσουμε στα μέρη που ξεσυνηθίσαμε να φανταζόμαστε πως υπάρχει.
Θα δεχτούμε τότε ότι αδικεί ο χειμώνας όταν μαργώνει τα δέντρα, ξεκάνει τα ζωύφια, απωθεί τα αγρίμια στις κώχες και ετοιμάζει στους σπόρους τον ενταφιασμό και τη σήψη.
Ότι από την άλλη μεριά, αδικεί το θέρος όταν παραδίνει τις πέτρες στον πυρετό, σωρεύει πατωσιές τον κουρνιαχτό, στερεύει τα ρέματα, μάχεται τα σύννεφα, σπέρνει στον αέρα το πνίγος, και αναγκάζει το μεστωμένο σώμα της νύχτας να αποσαρκώνεται και να λιγνεύει.
Με παρόμοιο τρόπο ότι η στιγμή της ακμής του λουλουδιού συνιστά μια πράξη ύβρης, ότι το μήλο που κοκκινίζει στην άκρη του κλώνου έχει εισέλθει στο στάδιο μιας κολάσιμης υπερβολής, ότι το περιβόλι που πρασινίζει αδικεί την ξερολιθιά. Και ακόμη ότι η στέγνια και η γύμνια της Σαχάρας είναι έγκριτη, μόνο επειδή υπάρχουν οι απέραντες πεδιάδες της Κρακοβίας.
Συνοψίζοντας σε μια τέτοια γραμμή το νόημα των παρατηρήσεων που μπορεί να γίνουν με βάση το σχέδιο της φύσης και την οικονομία της ζωής, καταλήγουμε στο πνεύμα ενός αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο τα πράγματα συμμορφώνουν το δραστικό τους λόγο στην πειθώ μιας ενιαίας πορείας με αντίδρομη φορά.
Ο ένας δρόμος συμπροπέμπει τα όντα στην ορμή της πλήρωσης και της ανόδου. Πλειοδοτεί την κατάφαση, ενθαρρύνει τον πλούτο, ευνοεί τη γονιμάδα, κατανεύει σταθερά το ναι και το αμήν.
Είναι ο δρόμος της γέννησης, της ακμής, του θάλους, του πόρου, της κυριαρχίας, της χαράς, της διάχυτης υπεροχής.
Στην πορεία αυτή υπάρχει ένα ακρότατο σημείο, που η ορμή των όντων θα το υπερβεί φυσιολογικά και αβίαστα. Χωρίς δηλαδή υστεροβουλία και πρόθεση, χωρίς κακότητα, περιφρονημό και θράσος. Επειδή η στιγμή αυτή της έξαρσης, της αναπότρεπτης υπερβολής και της φυσικής τελείωσης είναι νόμιμη και κοσμικά διατεταγμένη.
Αλλά τη στιγμή αυτή – κι εδώ βρίσκεται το παράξενο του κόσμου – που η φορά του ρυθμού τους, ανεβάζει τα όντα στην ακμή, τη στιγμή της άκρας επίτασης που τα ίδια τα όντα θα θέλανε να της φωνάξουν εκείνο το
Σταμάτα λοιπόν! είσαι τόσο ωραία
του ανικητονικημένου Φάουστ, έχει κιόλας σημάνει η επίσημη είσοδος στη γη της αδικίας. Η ζαριά της ανταπόδοσης έχει ριχτεί, η απόφαση της τιμωρίας είναι πια υπογραμμένη.
Δεν είναι ανεξήγητο, νομίζω, γιατί αυτή τη στιγμή του ανθρώπου οι έλληνες πίστευαν ότι υπάρχει κίνδυνος να την φθονήσουν οι θεοί:
Εμοί δε αι σαι μεγάλαι ευτυχίαι ουκ αρέσκουσι,
επισταμένω το θείον ως έστι φθονερόν.
Έτσι τα όντα εισέρχονται στον άλλο δρόμο του Αναξίμανδρου, όπου το γενικό πρόσταγμα ανατίθεται στις δυνάμεις της άρνησης.
Η φθορά και η πτώση, ο μαρασμός και η συρρίκνωση, η καταφορά, η ατονία, η φυγή και η κατάλυση, η ελάττωση και ο σωριασμός, η παρέλευση, η εγκατάλειψη και η τύψη, ο αφανισμός και η μεγάλη Λήθη ανεβαίνουν σταθερά στο φως, αναλαβαίνουν εορταστικά την αρχή, και υπηρετούν με πίστη τη θητεία τους.
Τότε σβήνεται η πυρκαγιά της ύβρης, πληρώνεται το χρέος στο μηδέν, κορέννυται το μένος της ανταπόδοσης, και ισοζυγιασμένοι οι βραχίονες της ισορροπίας δείχνουν πάλι τις ανεκτές τιμές της κοσμικής αποκατάστασης.Οπότε αρχίζει εκ νέου η δρομολόγηση των όντων, του καθενός ξεχωριστά, των ζευγών, των ομάδων και των συστημάτων ευρύτερα, και όλων μαζί, στον πρώτο δρόμο της ανόδου.
Ολόκληρη αυτή η διαλεκτική της αδικίας και της τίσης σημαίνει απλά:Θα φυλλομαδήσουν τα μπουμπούκια που άνοιξαν, θα σαπίσει ο καρπός που ευώδιασε, θα βουλιάξει στις ροές της νύχτας ο ήλιος του μεσημεριού, ο ωραίος Αγχίσης που άναψε τον πόθο στη θεά, θα γεράσει και θα ρημαχτεί, θα μαχαιρωθεί στο Καπιτώλιο ο Καίσαρ, οι βοριάδες θα πληρώσουν στη νηνεμία, το Αούστερλιτς θα γεννήσει την Αγία Ελένη του Ατλαντικού, οι πόλεμοι του Οκταβιανού θα κλείσουν την πύλη του ναού του πολέμου, ο μουζίκος θα κοιμηθεί στον κοιτώνα του τσάρου, εκείνος που τον τραγούδησαν δεν αμφιβάλλει πως θα τον κλάψουν. Και δεν θα πεθάνει, μόνον όποιος δεν εγεννήθηκε. Βέβαια δεν πρέπει να παραβλέψει κανείς ότι η σύλληψη του Αναξίμανδρου για την αδικία και την πληρωμή, με τον τρόπο που εκτίθεται από τον ίδιο, έχει κοσμικό κυρίως και λιγότερο ηθικό νόημα.Κατά τούτο μοιάζει περισσότερο με τις ανάλογες οράσεις των άλλων Προσωκρατικών, όπως είναι η άνω και κάτω οδός του Ηράκλειτου, η φιλία και το νείκος του Εμπεδοκλή ή, εάν αποβλέψουμε στο ευρύτατο πλάτος της έννοιας, το μηδέν και το είναι του Παρμενίδη.
Και μοιάζει ακόμη περισσότερο, όταν αναλογιστούμε ότι ο δικαστής που προεδρεύει σε μια τέτοια Δίκη – σ’ ένα τέτοιο Prozess θα λέγαμε στη γλώσσα του Κάφκα – είναι ο χρόνος.Ένα στοιχείο δηλαδή, που στέκεται πολύ πιο μακρυά από την ανθρώπινη συλλογιστική και την ανθρώπινη κρίση, όπως αυτή παρουσιάζεται στο δικαστήριο της Ιστορίας, είτε σαν η σοφία του Σολομώντα, είτε σαν η Ηλιαία του 399 π.Χ., είτε σαν το Συνέδριο του Καϊάφα, είτε σαν ο Magnus Inquisitor της μαύρης Ισπανίας.Και η νομοθεσία σύμφωνα με την οποία δικάζει ο χρόνος είναι η τάξη των πραγμάτων. Ένα βιβλίο δηλαδή, που στέκεται επίσης πολύ πιο μακρυά από τις πλάκες του Μωυσή, τίς κύρβεις του Σόλωνα, ή τη ρωμαϊκή Δωδεκάδελτο.
Ο χώρος του δικαστηρίου είναι το άπειρο. Μια έννοια με την οποία ο Αναξίμανδρος απασχολεί τη σύγχρονη μακροφυσική όχι λιγότερο απ’ όσο απασχολεί τη σύγχρονη μικροφυσική ο Δημόκριτος με την έννοια του ατόμου. Ολόκληρο το απόσπασμα είναι το ακόλουθο:
Α… αρχήν… είρηκε των όντων το άπειρον… εξ ων δε η
γένεσις εστι τοις ούσι, και την φθοράν εις ταύτα γίγνεσθαι
κατά το χρεών, διδόναι γαρ αυτά δίκην και τίσιν αλλήλοις
της αδικίας κατά την του χρόνου τάξιν.
Είναι φανερό ότι η παράσταση της δικαιοσύνης του Αναξίμανδρου μπορεί να εφαρμοστεί στην περιοχή της ανθρώπινης πράξης, όταν ο άνθρωπος κατανοήσει ότι αποτελεί μικρογραφία του σύμπαντος.
Όσο περισσότερο μπορούμε να υπερβαίνουμε το περίγραμμα της ατομικής μας κατασκευής και να απλώνουμε την προσωπική μας ύπαρξη στην έκταση του κόσμου, τόσο περισσότερο πλησιάζουμε το λόγο της αναξιμάνδρειας δικαιοσύνης.
Τόσο, που στο τέρμα αυτής της ροπής θα βρίσκαμε την ταύτιση τού ενός υποκείμενου με τα πολλά αντικείμενα. Αδειάζοντας η ατομική μας λήθη, θα μας γέμιζε η φυσική αλήθεια. Ο άνθρωπος θα γινόταν ένα με τα δέντρα, με τα φύκια και με τα χρώματα. Στο στίχο
Λέω: να γίνει αληθινή σα δέντρο η ωραία Μυρτώ,
η λέξη ‘αληθινή’ είναι ό,τι για τα ζωντανά το μυστικό σημείο που τα κάνει ζωντανά.
Το δεύτερο στοιχείο που οικοδομεί τη δυσκολία, προκειμένου να εφαρμοστεί στα ανθρώπινα η δικαιοσύνη του Αναξίμανδρου, είναι η σφοδρή αντιδικία ανάμεσα στους δύο αυτουργούς του ανθρώπινου και του φυσικού δράματος. Ο ύπατος στην ανθρώπινη πράξη είναι η ελευθερία, ο ύπατος στη φυσική τάξη είναι η ανάγκη.
_____
Δημήτρης Λιαντίνης
“Homo Educandus (Φιλοσοφία της Αγωγής)”
Επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο.
Πηγή: liantinis.org