Όσο μεγαλώνω διαπιστώνω ότι πολλές αφηρημένες λέξεις έχουνε μεγαλύτερο εννοιολογικό εύρος από ότι νόμιζα όταν τις πρωτοσυνάντησα. Εκτός δηλαδή από την επίσημη και βασική τους ερμηνεία μπορούνε με αρκετά μεγάλη ευκολία να ταιριάξουν και να ταυτιστούν με πολλά ακόμα περιβάλλοντα. Συγκεκριμένα για τον λυρισμό, λέξη που αμυδρά μας θυμίζει Σαπφώ και Πίνδαρο (οπότε αυτόματα ξενερώνουμε) σκέφτομαι ότι λειτουργεί σχεδόν επιρρηματικά καπακώνοντας ένα κάρο εκφάνσεις της ανθρώπινης κατάστασης και ιδιότητάς μας.
Ο λυρισμός, ως φορέας αποκάλυψης του προσωπικού μας εσωτερικού κόσμου και ελεύθερης έκφρασης των συναισθημάτων μας, ταυτίζεται σχεδόν με την εξωστρέφεια και απαντάται σε ο,τιδήποτε μας αντιπροσωπεύει και μας χαρακτηρίζει. Λυρικός για παράδειγμα είναι ο τρόπος που μιλάμε, ο τρόπος που κρατάμε το τσιγάρο μας, ο τρόπος που μασάμε τσίχλα, ο τρόπος που φιλάμε και που βρίζουμε. Κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικό σκορ λυρισμού σε διαφορετικά πράγματα. Κοινή διαπίστωση νομίζω αποτελεί το ότι όλα τα χαρακτηριστικά μας αριστοτεχνικά αποκαλύπτουν κομμάτι κομμάτι το παζλ του χαρακτήρα μας.
Άλλη διαπίστωση νομίζω είναι ότι ο βαθμός λυρισμού είναι αντιστρόφως ανάλογος της ηλικίας μας. Με αυτό εννοώ ότι όσο πιο ακατέργαστοι κοινωνικά είμαστε στα πρώτα χρόνια της νιότης μας, τόσο αποκαλύπτουμε, ποικιλοτρόπως, περισσότερα πράγματα για μας. Όσο μεγαλώνουμε και τοποθετούμε τους εαυτούς μας κάτω από ‘ομπρέλες’ τόσο λιγότερο λυρικοί γινόμαστε με το φόβο ότι θα εκτεθούμε, ότι κάποια πράγματα δεν ταιριάζουνε με το προφίλ μας και άλλα τέτοια.
Η παραφορά χάνεται (και δεν έχει μόνο ο έρωτας παραφορά). Ο ενθουσιασμός πάει περίπατο. Τα αυτόματα αντανακλαστικά λειτουργούνε στην καλύτερη περίπτωση μόνο στην οδήγηση. Η χαρά της μέθης δίνει τη θέση της στο ξενέρωμα του ξερνοβολητού της επόμενης μέρας. Ο ερωτισμός εκδηλώνεται μόνο κάτω από χαμηλά φώτα. Η ιδιαιτερότητα εμφανίζεται περισσότερο σαν πρόβλημα παρά σαν δεδομένο.
Όταν πάω να χάσω τον λυρισμό μου βλέπω τον γιο μου που πάει και έρχεται με πυρετώδη αγωνία σκεπτόμενος την τελευταία πίστα Mario που κατέκτησε. Όταν πάω να χάσω τον λυρισμό μου φοράω ξανά τα εφηβικά μου μάτια και αντικρίζω τις στιγμές με ένταση, στιγμιαία ίσως, αλλά με αυτήν που τους αρμόζει. Όταν πάω να χάσω το λυρισμό μου εστιάζω στα χρώματα της φύσης. Όταν πάω να χάσω τον λυρισμό μου σκέφτομαι ότι όλοι οι άντρες είναι παιδιά μου και όλες οι γυναίκες οι μανάδες τους. Ότι ανήκω σε πολλούς και ταυτόχρονα σε κανέναν.
Ότι η ζωή μας αξίζει να είναι λυρική.
Τελικά καταλήγω: λυρισμός θα πει αυθορμητισμός.