Η Περσεφόνη καθώς έκανε ένα απόγευμα την βόλτα της στις όχθες του Αχέροντα ποταμού συνέλαβε τον Πλούτωνα να έχει στην αγκαλιά του μια νεαρά νύμφη που έφερε το όνομα Μίνθη.
Εκνευρισμένη από την απιστία του συζύγου της την μεταμόρφωσε σε ένα ταπεινό χορταράκι με μικρά μοβ ανθάκια έτσι ώστε να περνάει απαρατήρητη από όλους. Όμως ο Πλούτωνας την λυπήθηκε και της χάρισε την θεϊκή ευωδιά, η οποία και της εξασφάλισε την « αθανασία» καθώς και μία ξεχωριστή θέση στο γαστρονομικό πάνθεον των αρωματικών βοτάνων.
Οι αρχαίοι έλληνες πίστευαν ότι η μέντα αναζωογονούσε το μυα λό, δρόσιζε το αίμα ενώ θεωρούνταν ένα από τα ισχυρότερα αντίδοτα κατά του πονοκεφάλου. Αυτός ήταν και ο λόγος που αμέσως μετά τις σκληρές οινοποσίες οι συμποσιά-ζοντες φορούσαν στεφάνια στολισμένα με δυόσμο για να εξορκίσουν τον επερχόμενο πονοκέφαλο.
Οι Ρωμαίοι λάτρευαν την μυρωδιά της μέντας και εκτός του ότι την χρησιμοποιείουσαν σε όλα τους σχεδόν τα φαγητά αρωμάτιζαν με αυτή ακόμα και το νερό με το οποίο έπλεναν τα σώματα τους.
Ο φημισμένος ρωμαίος μάγειρας Απίκιος σε ένα από τα συγγράμματα του προτείνει μια σάλτσα για ψητό μπαρμπούνι η οποία περιέχει απήγανο, μέντα, κόλιανδρο, μάραθο, πιπέρι, λιγυστικό, μέλι και λίγο λάδι.