Ο Στέφανος Ντ. ήταν 22 χρονών, φοιτητής της ιατρικής, τοξικομανής (κοκαΐνη, PCF και, κυρίως, αμφεταμίνες).
Μία νύχτα είδε ένα πολύ ζωντανό όνειρο: ήταν σκύλος και ζούσε σ’ έναν κόσμο αφάνταστα πλούσιο σε μυρωδιές που του έδιναν τη σημασία του («την ευτυχισμένη ευωδιά του ρυακιού… την υπέροχη ευωδιά μιας πέτρας»). Ξυπνώντας βρέθηκε πράγματι να ζει σε έναν τέτοιο κόσμο. «Λες και προηγουμένως έπασχα από μια πλήρη αχρωματοψία και ξαφνικά βρισκόμουν σε έναν κόσμο γεμάτο από χρώματα». Πράγματι, και η αντίληψη των χρωμάτων είχε ενισχυθεί. («Θα μπορούσα να διακρίνω δεκάδες αποχρώσεις του καφέ, που πριν θα έβλεπα απλώς σαν καφέ. Τα δερματόδετα βιβλία μου, που ήταν προηγουμένως όλα ίδια μεταξύ τους, είχαν τώρα εντελώς διαφορετικές και ευδιάκριτα ξεχωριστές αποχρώσεις».) Από την άλλη μεριά, υπήρχε και μία δραματική έξαρση της «εσωτερικής» οπτικής αντίληψης και της οπτικής μνήμης. («Ποτέ πριν δεν μπορούσα να σχεδιάσω, ποτέ μου δεν μπορούσα να “δω” τα πράγματα μέσα στο μυαλό μου, αλλά τώρα ήταν σαν να είχα μια camera lucida μέσα στο κεφάλι μου, “έβλεπα” τα πάντα σαν να προβάλλονταν επάνω στο χαρτί και δεν είχα παρά να σχεδιάσω τα περιγράμματα που “έβλεπα”. Ξαφνικά μπορούσα να φτιάξω τα πιο ακριβή ανατομικά σχέδια».) Το κυριότερο στοιχείο της μεταμόρφωσης του κόσμου του ήταν, όμως, η έξαρση της όσφρησης-. «Στο όνειρο μου είχα δει πως ήμουν σκύλος —ένα όνειρο με μυρωδιές— και τώρα ξύπνησα σε έναν κόσμο άπειρα ευωδιαστό, έναν κόσμο όπου όλες οι άλλες αι-σθήσεις, αν και σε έξαρση, ωχριούν μπροστά στην όσφρηση». Όλα αυτά τα συνόδευε μια τρεμούλα, μια έντονη συγκίνηση και μια παράξενη νοσταλγία ενός χαμένου κόσμου, ενός κόσμου λησμονημένου, που είχε, όμως, αφήσει κάποια ίχνη αναμνήσεων
«Πήγα σε ένα κατάστημα αρωμάτων», συνέχισε. «Προηγουμένως δεν είχα πολύ σπουδαία μύτη, τώρα, όμως, ξεχώριζα κάθε μυρωδιά στη στιγμή και έβρισκα την καθεμιά μοναδική, με μια ιδιαίτερη σημασία, σαν τον αντιπρόσωπο ενός ολόκληρου κόσμου». Ανακάλυψε ότι μπορούσε να ξεχωρίσει, όλους του τους φίλους — και τους ασθενείς από τη μυρωδιά τους και μόνο: «Πήγαινα στην κλινική, ρουθούνιζα σαν σκύλος και μ’ αυτή την εισπνοή, πριν τους δω, αναγνώριζα τους είκοσι ασθενείς που νοσηλεύονταν. Ο καθένας είχε τη δική του οσφρητική φικτιο- γνωμία, ένα πρόσωπο-μυρωδιά, πολύ πιο ζωντανό, πιο ευωδιαστό και με μεγαλύτερη σημασία από οποιοδήποτε οπτικό πρόσωπο». Μπορούσε να καταλάβει με τη μυρωδιά τις συγκινήσεις τους —το φόβο, την ικανοποίηση, τη σεξουαλικότητα τους— σαν σκύλος. Μπορούσε να αναγνωρίσει τον κάθε δρόμο, το κάθε μαγαζί από την οσμή του και μπορούσε να βρει το δρόμο του στη Νέα Υόρκη, χωρίς λάθος, από τη μυρωδιά.
Μια ορμή τον διακατείχε, που τον έσπρωχνε να μυρίσει και να αγγίξει το καθετί («Δε μου φαινόταν αληθινά πραγματικό μέχρι να το αγγίξω και να το μυρίσω»), ορμή που καταπίεζε όταν βρισκόταν με άλλοτις, για να μη φανεί απρεπής. Οι σεξουαλικές μυρωδιές ήταν ερεθιστικές και έντονες, χωρίς, όμως, να τις νιώθει πιο έντονα από τις μυρωδιές των φαγητών και τις υπόλοιπες. Η ηδονή που του πρόσφερε η όσφρηση ήταν έντονη —και άλλο τόσο και η δυσαρέσκεια— αλλά για τον ίδιο δεν ήταν τόσο ένας κόσμος απλής ηδονής και απέχθειας, όσο ένιωθε ότι τον περιέβαλλε ένα αισθητικό σύνολο, μία λογική, μία νέα νοηματι-κή ενότητα. «Ήταν ένας κόσμος πλημμυρισμένος από το συγκεκριμένο, από λεπτομέρειες», είπε, «ένας κόσμος που σε έπνιγε με την αμεσότητα του, με την άμεση σημασία του». Μέχρι τότε ο Στέφανος ήταν περισσότερο ένας διανοούμενος με τάση προς το συλλογισμό και την αφαίρεση, ενώ τώρα, μπροστά στην υποχρεωτική αμεσότητα της κάθε εμπειρίας, η σκέψη, η αφαίρεση, η κατηγοριοποίηση του ήταν πράγματα δύσκολα και εξωπραγματικά.
Μάλλον απότομα, ύστερα από τρεις βδομάδες, αυτή η παράξενη μεταμόρφωση έπαψε και η όσφρηση του, όπως όλες του οι αισθήσεις, ξαναγύρισαν στο κανονικό· ξαναβρήκε τον εαυτό του με μία ανάμεικτη αίσθηση απώλειας και ανακούφισης, μέσα στον παλιό του ωχρό κόσμο της αισθητηριακής ατονίας, του μη συγκεκριμένου και της αφαίρεσης. «Χαίρομαι που είμαι πάλι πίσω», είπε, «αλλά ταυτόχρονα νιώθω και μια τεράστια απώλεια. Βλέπω καθαρά τώρα ποιο είναι το κόστος τού να είμαστε πολιτισμένοι και ανθρώπινοι. Χρειαζόμαστε και το άλλο, έχουμε εξίσου ανάγκη και από το “πρωτόγονο”».
Έχουν περάσει 16 χρόνια από τότε και οι φοιτητικές μέρες, καθώς και οι μέρες των αμφεταμινών, είναι πια μακριά. Ποτέ δεν επαναλή- φθηκε κάτι, έστω και απόμακρα, ανάλογο. Ο δρ Ντ. είναι τώρα ένας πολύ πετυχημένος νέος παθολόγος, συνάδελφος και φίλος μου στη Νέα Υόρκη. Δε νιώθει καμιά λύπη, αν και μερικές φορές είναι κάπως νοσταλγικός: «Εκείνος ο κόσμος από μυρωδιές, ο ευωδιαστός κόσμος!» αναφωνεί. «Ήταν τόσο ζωντανός, τόσο αληθινός! Σαν μια επίσκεψη σε άλλο κόσμο, στον κόσμο της καθαρής αντίληψης, πλούσιο, ζωντανό, αυτάρκη και πλήρη. Αχ, αν μόνο μπορούσα να επιστρέψω μερικές φορές και να γίνομαι σκύλος και πάλι!»
Ο Freud γράφει συχνά για την ανθρώπινη όσφρηση, αναφερόμενος σ’ αυτήν σαν «θύμα» της καταπίεσης που της ασκεί η ωρίμανση και ο πολιτισμός με την κατάκτηση της όρθιας στάσης και την καταπίεση της πρωτόγονης, προγεννητικής σεξουαλικότητας. Ειδικές (και παθολογικές) εξάρσεις της όσφρησης έχουν πράγματι αναφερθεί στις διάφορες παραφιλίες, το φετιχισμό και άλλες παραπλήσιες διαστροφές και παλινδρομήσεις Αλλά η άρση της αναστολής που περιγράφουμε στην ιστορία του Στέφανου Ντ. μοιάζει πολύ πιο γενικευμένη και, παρόλο που συνδυάζεται με μια υπερδιέγερση —πιθανόν μία ντοπαμινική υ- περλειτουργία που προκαλούν οι αμφεταμίνες— δεν ήταν ειδικά εντοπισμένη στο σεξουαλικό τομέα ούτε συνδυαζόταν με μια σεξουαλική παλινδρόμηση. Μία ανάλογη υπεροσμία, μερικές φορές με παροξυσμι- κή μορφή, μπορεί να παρουσιαστεί σε διεγερτικές υπερντοπαμινεργι- κές καταστάσεις, όπως σε μετεγκεφαλυαδι,κούς ασθενείς σε θεραπεία με L-Dopa και σε μερικούς ασθενείς με το σύνδρομο Tourette.
Εκείνο που σίγουρα, αν όχι τίποτε άλλο, καταλαβαίνουμε είναι η οι- κουμενικότητα του φαινομένου της αναστολής, ακόμα και στο πιο στοιχειώδες επίπεδο αντίληψης: την αναγκαιότητα αναστολής του επιπέδου εκείνου που ο Head θεωρούσε σαν πρωταρχικό και γεμάτο από αισθητηριακό χρώμα και αποκαλούσε «πρωτοπαθητικό», για να γίνει δυνατή η ανάδυση του εξεζητημένου, κατηγορικού και απαλλαγμένου συναισθηματικής φόρτισης «επικριτικού» επιπέδου.
Η ανάγκη μιας τέτοιας αναστολής δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα φροϋδικό επίπεδο ούτε θα έπρεπε η άρση της να εξαίρεται και να ρομαντικοποιείται με τον ποιητικό τρόπο του Μπλέικ. Ίσως είναι απλώς αναγκαία, όπως το υπαινίσσεται ο Head, για να είμαστε άνθρωποι και όχι σκυλιά
Η εμπειρία του Στέφανου Ντ. μας υπενθυμίζει ίσως, όπως το ποίημα του Τζ. Κ. Τσέστερτον, «Το Τραγούδι του Quoodle», ότι έχουμε μερικές φορές την ανάγκη να γινόμαστε από άνθρωποι σκυλιά:
Δεν έχουν μύτη οι έκπτωτοι γιοι της Εύας…
Μύτη καμιά για την ευτυχισμένη ευωδιά του ρυακιού για την υπέροχη ευωδιά μιας πέτρας!
ΥΣΤΕΡΌΓΡΑΦΟ
Πρόσφατα αντιμετώπισα μία περίπτωση που θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει απόρροια αυτής που περιέγραψα παραπάνω. Την περίπτωση ενός προικισμένου ανθρώπου, θύματος ενός κρανιοεγκεφαλικού τραυματισμού που προκάλεσε σοβαρή βλάβη στις οσφρητικές του οδούς (πολύ τρωτές κατά μήκος της μακριάς τους διαδρομής στο πρόσθιο διαμέρισμα του κρανίου) και έχασε εντελώς την αίσθηση της όσφρησης.
Ό συνέπειες αυτού του γεγονότος ήταν, για τον ίδιο, ιδιαίτερα αιφνιδιαστικές και βασανιστικές: «Η όσφρηση;» λέει. «Ποτέ δεν της έχω αφιερώσει την παραμικρή σκέψη. Υπό κανονικές συνθήκες κανείς δεν τη σκέφτεται. Όταν, όμως, την έχασα, ήταν σαν ξαφνικά να τυφλώθηκα. Η ζωή μου έχασε ένα μεγάλο μέρος της νοστιμιάς της, γιατί κανείς δε συνειδητοποιεί σε ποιο βαθμό η “νοστιμιά” υπάρχει χάρη στην όσφρηση. Μυρίζεις τους ανθρώπους, μυρίζεις τα βιβλία, μυρίζεις την πόλη, μυρίζεις την άνοιξη, ίσως όχι συνειδητά αλλά σαν ένα πλουσιότατο υποσυνείδητο υπόβαθρο για οτιδήποτε άλλο κάνεις. Ολόκληρος ο κόσμος μου βρέθηκε ξαφνικά ριζικά φτωχότερος…»
Υπήρχε εδώ μία οδυνηρή αίσθηση απώλειας και μια οξύτατη αίσθηση νοσταλγίας, μία πραγματική «οσφραλγία»: τον διακατείχε ο πόθος να θυμηθεί τον κόσμο των οσμών στον οποίο δεν είχε δώσει ποτέ καμιά συνειδητή προσοχή, αλλά ο οποίος, μόλις τώρα καταλάβαινε, αποτελούσε το έδαφος πάνω στο οποίο στηριζόταν η ζωή. Και τότε, μερικούς μήνες αργότερα, με έκπληξη και χαρά αντιλήφθηκε ότι ο αγαπημένος του πρωινός καφές, που είχε γίνει εντελώς «ανούσιος», άρχισε να ξαναπαίρνει νοστιμιά. Πειραματικά, δισταχτικά, δοκίμασε την πίπα του, που δεν είχε αγγίξει για μήνες, και επίσης έπιασε κάτι από το πλούσιο άρωμα που τόσο πολύ αγαπούσε.
Φοβερά αναστατωμένος —καθώς οι νευρολόγοι δεν του είχαν αφήσει καμιά ελπίδα ανάνηψης— επισκέφτηκε και πάλι το γιατρό του. Αλλά αυτός, αφού τον εξέτασε λεπτομερώς, χρησιμοποιώντας μια «διπλή τυφλή» τεχνική, του είπε: «Όχι, λυπάμαι, δεν υπάρχει ίχνος ανάνηψης. Εξακολουθείτε να έχετε μία πλήρη ανοσμία. Είναι, όμως, περίεργο που μου λέτε ότι μπορείτε να “μυρίζετε” τώρα την πίπα και τον καφέ σας…»
Εκείνο που μάλλον συνέβη —και το σημαντικό είναι ότι η καταστροφή αφορούσε μόνο τις οσφρητικές οδούς και όχι τον εγκεφαλικό φλοιό— είναι η ανάπτυξη μιας έντονα ενισχυμένης οσφρητικής φαντασίας, σχεδόν μιας ελεγχόμενης ψευδαίσθησης, θα λέγαμε, έτσι που τώρα, πίνοντας τον καφέ του και ανάβοντας την πίπα του —καταστάσεις που πρωτύτερα ήταν κανονικά φορτισμένες με οσφρητικούς συνειρμούς— είναι σε θέση να ανακαλέσει ή να επαναφέρει αυτούς τους συνειρμούς, υποσυνείδητα και με μία τέτοια ένταση, ώστε στην αρχή να μην τους ξεχωρίζει από τους «αληθινούς».
Αυτή η εν μέρει συνειδητή, εν μέρει ασυνείδητη, δύναμη εντάθηκε και επεκτάθηκε με τον καιρό. Έφτασε να οσμίζεται και να «μυρίζει» την άνοιξη. Τουλάχιστον ανακαλεί μία οσφρητική μνήμη ή μία οσφρητική εικόνα τόσο έντονη, που μπορεί σχεδόν να ξεγελάσει τον εαυτό του και τους άλλους, πιστεύοντας ότι στ’ αλήθεια τη μυρίζει.
Γνωρίζουμε ότι υπάρχει συχνά μία τέτοια αντιστάθμιση στους τυφλούς και στους βαρήκοους. Σκεφτόμαστε, για παράδειγμα, τον κουφό Μπετόβεν και τον τυφλό Πρέσκοτ. Αλλά δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το αν αυτό συμβαίνει συχνά με την ανοσμία.
(Κεφάλαιο από το βιβλίο του Oliver Sacks)