Είναι σκληρό πράγμα ο χρόνος.
Πιο μικρός, θυμάμαι, στεκόμουν πιο συχνά μπροστά στους καθρέφτες. Κοιτούσα το πρόσωπο μου και προσπαθούσα να διακρίνω τις ρυτίδες.
Μεγαλώνοντας, οι καθρέφτες άρχισαν να περνούν απαρατήρητοι. Δεν βρίσκω το λόγο πια να στέκομαι μπροστά τους, δεν υπάρχει νόημα να ξέρεις ότι αλλάζεις. Έτσι και αλλιώς αλλάζουν όλα γύρω μας, όλα μεγαλώνουν. Πως γίνεται να μένεις εσύ ο ίδιος;
Θυμάμαι μικρός τον πατέρα μου. Πηγαίναμε μαζί για ψάρεμα με τη βάρκα, μαζί για ψαροντούφεκο, μαζί στο κυνήγι, μαζί για να μαζέψουμε μανιτάρια στα βουνά της Ύδρας. Μαζί και η μητέρα μου. Ο ελεύθερος χρόνος μας ήταν γεμάτος δραστηριότητες στη φύση, συναναστροφές με τους φίλους, εκδρομές και πολύ περπάτημα. Θυμάμαι μύριζα το γαλάζιο και ένιωθα δυνατός. Περπατούσα πάνω στα βράχια και ένιωθα πως ήμουν στην κορυφή του κόσμου. Κοιτούσα τους γονείς μου ενεργούς και ένιωθα πως θα μείνουν έτσι για πάντα. Αγέραστοι σαν τις κορφές και δυνατοί σαν πέτρινοι τοίχοι…
Τώρα όμως όλα έχουν αλλάξει.
Ο μπαμπάς ξεπέρασε τα 80, δεν έχουμε τη βάρκα μας πια, δεν πηγαίνουμε για ψάρεμα, δεν πηγαίνουμε για κυνήγι. Με την μητέρα μου μόνο ακόμα σκαρφαλώνουμε στις κορφές του νησιού και ανάβουμε το καντηλάκι στα απομακρυσμένα εκκλησάκια, για να θυμηθούμε τα παλιά και να κρατήσουμε επαφή με τη φύση. Για να κρατήσουμε την επαφή μεταξύ μας ίσως και να νιώσουμε ότι είμαστε ακόμα εδώ. Ίδιοι άνθρωποι, ίδιες συνήθειες, ίδιες αγάπες.
Τι σημασία έχουν πλέον οι καθρέπτες. Τι σημασία έχουν οι ρυτίδες και ο χρόνος που κατοικεί στο πρόσωπό μου;
Μεγαλώνω.
Και μένουν πίσω τα εξώφυλλα από τα βιβλία μου, τα σπίτια που γερνάνε, τα πρόσωπα που ξεθωριάζουν, οι εποχές που συνεχίζουν να αλλάζουν και στο πέρασμα τους δεν λυγίζουν μπροστά σε καμία αλλαγή.
Μεγαλώνουν όλα γύρω μου, μεγαλώνω και εγώ. Μεγαλώνουν οι γονείς μου, μεγαλώνω και εγώ.
Και διακριτικά, συλλέγω αναμνήσεις…