Κι όπως σηκώνεται ο αέρας, πετάει την άμμο με μανία και τη σωριάζει άδοξα και άτσαλα στην άκρη της θάλασσας.
Και ίσα που νιώθεις τον καυτό ήλιο στο σώμα σου.
Και ίσα που η αλμύρα αγγίζει τα χείλη σου, αυτή που για μέρες τώρα έγλειφες με την άκρη της γλώσσας σου.
Κλείνεις τα μάτια για μη βλέπεις το χαμό.
Ένας αέρας σηκώνεται και τα σαρώνει όλα.
Στο βουητό του, όλα τα λόγια του καλοκαιριού ξεχνιούνται.
Όλες οι μουσικές θολώνουν κι ακούγονται πλέον μακρινές.
Και τα καυτά φιλιά καταλαγιάζουν. Ανακατεύονται με κόκκους άμμου και γίνονται ένοχληση.
Και τα γυμνά κορμιά δεν τρεμοπαίζουν στο φως των αστεριών. Κλειδώνουν αγκομαχώντας μέσα σε ρούχα, σε έναν χειμώνα που θα ‘ρθει.
Άκου τον άνεμο τι σου σφυρίζει… “Θα σε σκόρπισω στον αέρα. Προσπάθησε να μου αντισταθείς εάν τολμάς”.