Δεν συνηθίζω να γράφω για επίκαιρα θέματα. Αφήνω άλλους να το κάνουν, εξάλλου το κάνουν πάντα καλύτερα απ’ ότι θα μπορούσα να το είχα κάνει εγώ. Σήμερα μόνο να… Είδα τη γη να μαραίνεται και την άνοιξη να σκύβει το κεφάλι ντροπιασμένη. Αντίκρισα ανθρώπους λυπημένους, αναμάρτητους, που όμως τους βάραινε η αμαρτία άλλων, ομοειδών θηλαστικών. Λύγισα λοιπόν. Είδα έναν ήλιο με σκούρα, κατάμαυρα γυαλιά και τον ρώτησα γιατί και μου απάντησε πως όλη νύχτα έκλαιγε και τα μάτια του τώρα είναι πρησμένα. Όλης της Ελλάδας τα μάτια πρήστηκαν τη χθεσινή νύχτα, ήλιε μου. Της Ελλάδας του πολιτισμού, της ελευθερίας, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Βεβαίως, για την ίδια Ελλάδα ομιλούμε. Αυτή την ασήμαντη κουτσουλιά στη μέση του χάρτη, με τους πολύ σημαντικούς ανθρώπους, και με τους άλλους τους ασήμαντους. Τη χώρα που όλα τα συγχωρεί και όλα τα καταδικάζει.
Σ’ αυτή την Ελλάδα που λέτε, ήταν μια μάνα, νέα κοπέλα. Γέννησε και ανάθρεψε το παιδί της, προσφέροντας του τα καλύτερα. Το παιδί μεγάλωνε και μαζί του μεγάλωνε και η μάνα. Και μεγάλωνε και θυσίαζε. Για το παιδί της, πάντα. Το έστειλε μακριά, να σπουδάσει, να γίνει άνθρωπος, να μάθει, να ανακαλύψει, να ολοκληρωθεί και μέσα από τη δική του λάμψη, να κλέψει λίγη και αυτή για να ‘χει να καμαρώνει. Δεν πρόλαβε όμως. Βγήκαν σουγιάδες, νυστέρια κοφτερά, λάμες που ζήλευαν και μία νύχτα ξεκρέμασαν το πιο λαμπρό αστέρι από τον ουρανό του, ένα αστέρι πολύ ξεχωριστό και αφού έπαιξαν μαζί του ποδόσφαιρο, το κομμάτιασαν αργά και το σκόρπισαν. Το ξέπλυναν μετά να φύγουνε τα αίματα. Ξέπλυναν και τα δικά τους χέρια, Πόντιοι Πιλάτοι κατοπινών καιρών. Το αστέρι ήταν αδύναμο. Είχε χάσει τη λάμψη του, είχε αρχίσει να σβήνει αργά, ένιωθε μόνο. Έτσι αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα να μην προσπαθήσει. Έμεινε και έσβησε.
Λίγες μέρες μετά η μάνα έλαβε αντί για το αστέρι της, ένα μάτσο κόκαλα, ένα κουφάρι δίχως δέρμα. Οι άνθρωποι της στέρησαν ακόμα και την ελπίδα του τελευταίου ασπασμού. Ούτε αυτό το δικαίωμα να μην έχει και αυτή πάλι δεν παραπονέθηκε. Έκανε το παράπονό της πέπλο, θάβοντας τον εαυτό της εκεί μέσα για πάντα. Πήρε τα ιερά κόκαλα και αποχώρισε σιωπηλή.
Οι υπόλοιποι γίναμε δικηγόροι, δημοσιογράφοι, αστυνόμοι, ιατροδικαστές, ντετέκτιβ και μέσα σ’αυτή την δίνης της επαναλαμβανόμενης εναλλαγής ρόλων ξεχάσαμε να θυμώσουμε. Ή μάλλον θυμώσαμε, αλλά δεν το κάναμε σωστά: Την άνοιξη που έκλεψαν από το Βαγγέλη, την έκλεψαν από όλους μας. Η ψυχή που πετάει κάπου ψηλά, πήρε και λίγη ψυχή απ’ τον καθένα.
Υ.Γ1 Βαγγέλη, ακόμα και με κομμένα τα φτερά, τώρα πια θα βρεις τον τρόπο να πετάς. Θα σου φτιάξουμε πλαστικά φτερά, θα ‘ναι ίδια. Αλήθεια…
Υ.Γ2 Θα μπορείς να κατεβαίνεις, να αγκαλιάζεις τη μανούλα, τον μπαμπά και όλους τους δικούς σου. Θα είσαι για πάντα αστέρι.
Υ.Γ3 Εμείς θα φροντίζουμε να σε φυγαδεύουμε στη γη, κρυφά από το φεγγάρι που θα προσπαθήσει να σε γυρίσει πίσω. Αυτά τις νύχτες.