Ήθελα, λέει, μια φορά να ξυπνήσω δίπλα σου, μετά από τρία, τέσσερα, πέντε, δέκα χρόνια, να σε κοιτάξω και να πω «εδώ είμαστε».
Να γίνουν αλλιώς τα πράγματα. Μια φορά μόνο.
Να σε ερωτευτώ, να με ερωτευτείς και να μην αρχίσω να ψάχνω τα κινητά σου κι εσύ την τσάντα μου.
Να μη στήνω αυτί όταν μιλάς ψιθυριστά και να μην αγχώνεσαι όταν βγαίνω έξω με φίλες.
Να μπορώ να σου λέω όλα όσα σκέφτομαι χωρίς να αρχίσει να σέρνεται σαν φίδι πίσω από κάθε μας κουβέντα η κόντρα του πηδήματος, ποιος κάνει κουμάντο σε ποιον, ποιος έχει το πάνω χέρι.
Και μετά από λίγο, ένα χρόνο περίπου, να μην αρχίσουν οι αγκαλιές μας να γίνονται σαν χλιαρό τσάι.
Να μη γίνει η μονογαμία φυλακή και το δωμάτιο κλουβί. Να μην είμαστε με το βλέμμα στην πόρτα, μην και κλείσει και πεθάνουμε από την πλήξη.
Μην περπατήσουμε μέσα στο δωμάτιο και πέσουμε στο κενό που μαζί ανοίξαμε.
Μετά, να μην αρχίσουμε να βγαίνουμε όλο και περισσότερο με φίλους για να σπάνε οι σιωπές και να κυλάνε ανώδυνα οι ώρες που είμαστε αναγκασμένοι να μοιραζόμαστε.
Γιατί, πια, μας τη σπάνε όλα πάνω μας και μέσα μας.
Εμένα, που κοιμάσαι με τις κάλτσες, ο τρόπος που χωρίζεις τα λίπη από τη μπριζόλα, εκείνο το σημάδι στο μέτωπο που μοιάζει ξαφνικά με τεράστια ελιά, η ανάσα σου. Εσένα που τρώω τα νύχια μου, που λέω συνέχεια «καλώς», που αφήνω το σκύλο να ανέβει στον καναπέ.
Όμως δεν σε χωρίζω. Ούτε εσύ.
Συνηθίσαμε στα σκατά μας και δεν θέλουμε να πάρουμε το ρίσκο να μεταναστεύσουμε από τη μίζερη χωροχώρα μας.
Σου λέω, δεν θέλω με τίποτα να γίνουν πάλι τα ίδια.
Να γίνουμε πάλι έξυπνοι. Να κάνουμε διαγωνισμό, ποιος θα πει τη πιο θανατερή ατάκα και ποιος δεν θα πιαστεί κορόιδο.
Να μη σε θέλω και να σε κρατάω. Να μη με θες και να με κρατάς.
Να μη γουστάρω ούτε τη φάτσα σου πια, αλλά να ζηλεύω την ιδέα ότι μπορεί να πας με άλλη. Και γι’ αυτό να σε δένω πάνω μου.
Όχι για να μην σε χάσω εγώ, αλλά να μη σε πάρει αυτή και χάσω τη βολή μου, την ανεξαρτησία που μου δίνει το γεγονός ότι σε ξέρω πια καλύτερα και από τη χούφτα μου, την ασφάλεια που παίρνω από το ότι είσαι προβλέψιμος του κερατά και δεν κουράζομαι να ψάχνω τι σκέφτεσαι.
Και μετά, να μη γίνουν πάλι τα ίδια. Να πας με άλλη τελικά, αλλά να μη με αφήνεις, να εξακολουθείς κι εσύ να με ζηλεύεις, γιατί με λυπάσαι και με αγαπάς.
Με λυπαγαπάς.
Και τελικά να χωρίσουμε, να αλληλοκατηγορηθούμε δείχνοντας με το δάχτυλο ο ένας τον άλλον, να φάμε τις σάρκες μας και από την επόμενη να βουβαθούν τα τηλέφωνα και να αλλάζουμε πεζοδρόμιο σαν να μην υπήρξαμε ποτέ.
Και να λέμε στους φίλους μας «εγώ με αυτόν, μα είναι δυνατόν;».
Κι όλα αυτά μέχρι τον επόμενο έρωτα που θα ξεκινήσει «για πάντα» και θα τελειώσει με «ποτέ ξανά».
Που θα τον αρχίσουμε χαζοί και θα τον τελειώσουμε τετραπέρατοι.