Δεκαπενταύγουστο και η ουρά στην Περιφέρεια δεν ήταν μεγάλη. Ο υπάλληλος στο γκισέ φαινόταν ορεξάτος. Από αυτούς που δεν αποφεύγουν το βλέμμα σου. Παραμέρισε μάλιστα τον άνθρωπο που εξυπηρετούσε καθότι είχε κάτι να βρει στα χαρτιά του και με αντιμετώπισε κατευθείαν:
“Να δω τα χαρτιά σας να σας πω τι λείπει για να μην ταλαιπωρηθείτε.”
Δεν ψάρωσα. Συχνά έχουν τέτοιο ύφος σε δημόσιες υπηρεσίες και μετά σε σταυρώνουν με βλακείες πάραυτα. Ο άνθρωπος πέρασε ένα ένα τα έγγραφα. Όλα σωστά. Άλλωστε σαν έμπειρος Έλληνας πολίτης δεν είχα αρκεστεί στο διαδίκτυο πριν έρθω. Πήρα και τηλέφωνο για επιβεβαίωση. Ήμουν καλυμμένος διπλά.
Μας είπε να περιμένουμε τον συνάδελφο για να ολοκληρώσει την διαδικασία και με σφραγίδες και επισημότητες. Πραγματικά, μετά από λίγα λεπτά ήρθε στο γκισέ και άρχισε να τα ζητάει ένα-ένα. Με μεγάλη χαρά τα δίναμε από την μεριά μας. Ξαφνικά σκοτείνιασε με αυτό το ύφος που παίρνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι πριν σου ανακοινώσουν ότι την έχεις βάψει ή ότι θα πεθάνει η μάνα σου. Μπροστά του ένα έγγραφο της εφορίας.
“Εδώ λείπουν σελίδες.”
Μα δεν μπορεί! Έτσι μας το έδωσαν από την Εφορία, σήμερα το πρωί!
“Όχι λείπουν σελίδες.”
Είχε δίκιο. Η εκτύπωση έγραφε “page 2 of 3” και η πέιτζ θρι ήταν άφαντη. Αλλά σίγουρα δεν την είχαμε χάσει. Απλά θα ξέμεινε στον εκτυπωτή της εφορίας. Κοιταχτήκαμε λίγο με τον υπάλληλο περιμένοντας το θαύμα. Ήταν ανένδοτος. “Δεν γίνεται, θα βρω τον μπελά μου. Θα λείπει από τον φάκελο.”
Βράχος αυτό το επιχείρημα με τον φάκελο. Θα του ζητήσουμε να παρανομήσει; Προσπάθησα αλλά δεν είχα αέρα νίκης. “Για να βγήκε το συμπέρασμα, για να μας έδωσαν την βεβαίωση από την Εφορία, προφανώς υπάρχει η άλλη σελίδα και είμαστε εντάξει.” Λογικότατο και ορθό.
-“Ναι βέβαια”, παραδέχθηκε ο υπάλληλος. Ξανακοιταχτήκαμε διερευνητικά. “Αλλά δεν μου αρκεί.”
Βαριά βαριά μαζέψαμε τα αραδιασμένα χαρτιά και κάτσαμε μπροστά στο γκισέ σε έναν πάγκο. Ο άλλος που ήταν μαζί μου το είχε ήδη πάρει απόφαση ότι πρωί πρωί θα ξαναπήγαινε στην Εφορία. Εγώ όμως όχι. Βρήκα το τηλέφωνο της Εφορίας και το κάλεσα. Χτύπησε δέκα φορές και πήγε στον Παράδεισο των ασήκωτων τηλεφώνων σε δημόσιες υπηρεσίες. Η ώρα είχε περάσει μια το μεσημέρι, σιγά μην το σήκωναν.
Πρώτο εκπληκτικό. Ο υπάλληλος βγήκε από το γκισέ και μας ρώτησε ευγενικά: “Μήπως θέλετε να πάμε στον προϊστάμενο;”
Μπορεί να φαινόμουν αρκετά οργανωμένος, ίσως είδε που έπαιρνα τηλέφωνα. Μας οδήγησε στο αφεντικό του. Ο τύπος έμοιαζε με βοσκός που είχε βάλει κοστούμι. ΠαλαιοΠΑΣΟΚος κλασσικός και σιχαμένος. Καθυστέρησε κοιτώντας έναν φάκελο ακριβώς όση ώρα χρειαζόταν για να μας ψαρώσει. Μετά κοίταξε τα δικά μας και αποφάνθηκε σχεδόν αμέσως ότι “δεν γίνεται”.
Προσπάθησα να του εξηγήσω. Αντιστάθηκε. Ανέβασα τους τόνους. Άντεχε. Δεν το πήγα στο κόκκινο με κοπάνημα χεριού στο γραφείο και φωνές τύπου “ξέρεις ποιος είμαι εγώ” γιατί ο άλλος που ήταν μαζί μου δεν είχε καταλάβει ότι το κάνουμε θέατρο όλο αυτό και θα τρόμαζε. Βρεθήκαμε πάλι έξω με άδεια χέρια. Ξαναέψαξα για τηλέφωνο Εφορίας, βρήκα ένα άλλο, το κάλεσα…..και απάντησε!
Εξήγησα το πρόβλημα. “Πρέπει να απευθυνθείτε στην αρμόδια υπηρεσία” μου είπε ευγενικά. Μου έδωσε το απευθείας νούμερο. Το κάλεσα. Χτύπησε, χτύπησε, έμεινε και αυτό αναπάντητο όπως θα περίμενε κανείς τέτοια ώρα σε δημόσια υπηρεσία. Δεν εγκαταλείπω όμως έτσι εύκολα. Ξαναπήρα το προηγούμενο, εκείνο που απάντησε. Το σήκωσε άλλος υπάλληλος, αλλά εξίσου ευγενικός. Ξαναεξήγησα το πρόβλημα. Είπε “να καλέσετε την αρμόδια υπηρεσία…” τον έκοψα. Δεν απαντάνε εκεί. “Καλά τότε, απολογούμαι, κάπου θα είναι οι συνάδελφοι. Δώστε μου το κινητό σας να πάω να τους βρω να σας καλέσουμε αμέσως.”
Είμαι σε ηλικία που κινδυνεύω από καρδιακό επεισόδιο. Τίποτα σε 45 χρόνια ζωής σαν Έλληνας δεν με είχε προετοιμάσει για αυτό που άκουσα. Ψέλλισα το νούμερό μου δυο φορές μην και γίνει λάθος. Έκλεισα διστακτικά το τηλέφωνο. Σιγά μην μας καλέσουν. Κλασσική τρίπλα δημοσίου υπαλλήλου. Απλά το παίζουν ευγενικοί και μετά την κάνουν για μπάνιο και σε αφήνουν να περιμένεις. Καλού κακού πήγα και βρήκα το νούμερο του φαξ. Ξανακοίταξα τα χαρτιά. Χτύπησε το κινητό μου. Απίστευτο!
-“Πως μπορούμε να σας βοηθήσουμε;”
Μισολιπόθυμος και παραξενεμένος, σαν να περπατάω στο φεγγάρι πρωτόγνωρη εμπειρία. Πρώτη φορά με τόση χαρά να πω για πολλοστή φορά την ιστορία μου. “Ναι, βέβαια, σας το στέλνουμε αμέσως.”
Έκλεισα το κινητό και κοιταχτήκαμε με τον άλλον. Υπήρχε μια αίσθηση ιστορικότητας. Σαν να είχε πέσει το τείχος στο Βερολίνο. Ή να είχε πει “όχι” ο Βενιζέλος. Κάτι σημαντικό έγινε και το ξέραμε. Έδειξα προς το φαξ. Μια χοντρή και βαριεστημένη υπάλληλος τα μάζευε να φύγει. 13.30 περασμένες, σιγά μην καθόταν. Επιβεβαίωσα ότι ήταν το νούμερο που είχα δώσει. Έστειλα τον άλλον να τους καθυστερήσει στο γκισέ μην χάσουμε στην παράταση. Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε το fax. Κάναμε την δουλειά μας τάχιστα και φύγαμε.
Ελλάδα Αύγουστος 2014. Ορκίζομαι ότι έτσι έγιναν τα πράγματα. Και ήμουν ξύπνιος.