“Δώσε μια Βεργίνα”. Ή μια “Παλατίτσια” που είναι εκεί δίπλα, μια φορά είχα χαθεί βγαίνοντας από το parking στον τάφο του Φίλιππου. Α, ναι και “Φίλιππος” αν λέγεται την πίνω. Οι Αθηναίοι τον μισούσαν και δεν τον θεωρούσαν καν Έλληνα αλλά εμένα μου κάνει. Τι είναι αυτά; Τολμάς να έχεις Amstel στο ψυγείο σου ρε προδότη;”
Η υπομονή είναι αυτό που διακρίνει τον άνθρωπο όταν υπάρχουν μάρτυρες. Δεν ήταν κανείς άλλος στην ταβέρνα οπότε τράβηξα το ψυγείο και το έριξα. Τα μπουκάλια έσπασαν τα περισσότερα. Έγινε και βραχυκύκλωμα με το ρεύμα, πέθανε το γκαρσόνι από ηλεκτροπληξία. Καλά να πάθει. Εγώ ζήτησα ελληνική μπύρα. Ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας ήταν έμπειρος. Βγήκε με 45άρι στο χέρι και αλεξίσφαιρο γιλέκο. Καλά, σκέφτηκα, πόσους εχθρούς μπορεί να έχει ένα γιλέκο και γίνεται αλεξίσφαιρο; Του έφερα ένα σπασμένο μπουκάλι στο μάτι και νομίζω πεθαίνει από την αιμορραγία τώρα. Το γιλέκο μια χαρά είναι αν και θα χρειαστεί μάλλον ψυχολόγο μακροπρόθεσμα.
Πάω να το λύσω αυτό το πρόβλημα μια και καλή.
Ευτυχώς η ζυθοποιία ήταν εκεί κοντά. Στην πόρτα δεν παραξενεύτηκαν που είχα λίγα αίματα στα ρούχα.
“Είστε ελληνική ζυθοποιία;” ρώτησα.
-Μάλιστα κύριε! Πως μπορώ να βοηθήσω;
“Από που είσαι;”
-Καταγωγή; Ο πατέρας μου ήταν Πόντιος….
Τον πέτυχα στο δόξα πατρί. Πόντιος δεν είναι Έλληνας φίλε μου. Ευτυχώς που είσαι μόνο πορτιέρης αλλιώς θα επηρέαζες την γεύση. Έφτασα στο parking. Κοίταξα γύρω μου. Η άσφαλτος που πατούσα νομίζω μπορεί να ήταν και ελληνική. Οι κώνοι στην θέση του προέδρου του ΔΣ όμως σίγουρα εισαγόμενοι. Κλώτσησα έναν αλλά δεν έγραφε. Είναι πονηροί.
Έπιασα το χερούλι της πόρτας εξόδου. Made in Germany. Εμ, σας έχω πουλάκια μου. Όπως οι σκίουροι είναι απλά αρουραίοι με Dolce Gabbana. Το συγχωρώ όμως κι αυτό γιατί δεν είναι μέσα στο εργοστάσιο. Μόλις μπήκα όμως βρέθηκα αντιμέτωπος με έναν δίμετρο με μακριά μαλλιά.
“Δεν κουρεύεσαι ποτέ εσύ;”
Δεν χρειάζεται.
“Τι λες ρε φίλε. Θα έχεις καμιά φωλιά από χελιδόνια εκεί μέσα και δεν το ξέρεις” απάντησα με ύφος.
Δεν κουρεύομαι γιατί η κουρευτική μηχανή είναι Κινέζικη και εγώ παράγω μόνο Ελληνικ…
Τον πυροβόλησα πριν προλάβει να τελειώσει την πρότασή του. Έπεσε προς τα εμένα και καθώς έσκασε η κεφάλα του στο πάτωμα άκουσα έναν θόρυβο. Νομίζω ήταν τα αυγά από τα πουλάκια που είχαν κάνει φωλιά στο κεφάλι του.
Ένας άλλος υπάλληλος είχε δει τι έγινε και με έπιασε από πίσω. Ένιωσα το ρολόι του να κόβει στο δέρμα του λαιμού μου.
“Tag Heur”; είπα με δυσκολία γιατί μου είχε κόψει την αναπνοή. Έδειξα με το δάχτυλο το ρολόι ενώ με το άλλο προσπαθούσα να στρίψω το όπλο να τον πετύχω.
-Ναι, η μάνα μου το πήρε όταν έπιασα εδώ δουλειά. Το χρειάζομαι για να μην αργώ.
Η σφαίρα μου καρφώθηκε στο πόδι του. Με άφησε και άρχισε να χοροπηδάει κουτσό. Έπιασα ένα καροτσάκι με μπύρες από δίπλα και το έβαλα μπροστά του. Έφυγε σπρώχνοντας.
“Πιες και μια μπύρα πριν αφυδατωθείς!” του φώναξα
Μη σας τα πολυλογώ. Τίποτα σε αυτό το εργοστάσιο δεν ήταν ελληνικό. Το νερό ήταν μεν από τοπική πηγή αλλά το καθάριζαν με ιαπωνέζικα φίλτρα. Το κριθάρι το πιο πολύ Ελληνικό. Δεν πήγα να τσεκάρω όμως τι τρακτέρ χρησιμοποιούν όσοι το καλλιεργούν. Το πετρέλαιο που έκαιγαν εισαγόμενο. Μια χαρά πράγμα έχουμε από Θάσο αλλά προτίμησαν τους Άραβες.
“Και έτσι Πάτερ ήρθα να εξομολογηθώ. Μόλις ανατίναξα μια μικροζυθοποιία. Να σου πω όμως, αν δεν ξέρεις ότι κάτι είναι αμαρτία, μετράει;”
-Όχι παιδί μου.
“Α, ωραία, μη μου πεις τότε.”
Τον πυροβόλησα κι έφυγα.
.
.
(Άλλα κείμενα στο ίδιο στυλ αλλά χωρίς σχέση με φαγητό θα βρείτε εδώ.)