Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Εκεί πάνω στη βοσκή, μια φωνή ακούστηκε από το βάθος… Ένας σπαραγμός ένα δάκρυ, μια απόγνωση, ένας ντουβρουτζάς.
Λέω, ωχ, πάλι σκοτώνονται οι άνθρωποι, πάλι πλακώνονται οι ακραίοι, απ’ όποια μεριά κι αν προέρχονται.
Παρατάω το γρασίδι και μπαίνω στο google και τότε έπιασα μάγκες τι παιζόταν.
Ο μικρός Νικόλας, χτύπαγε το πληκτρολόγιο, συνθέτοντας το νέο έπος:
«Αθήνα 29 Σεπτεμβρίου 2013,
Αγαπημένοι μου Συναγωνιστές και Συναγωνίστριες, σας γράφω από ένα κελί των κρατητηρίων.
Επί είκοσι έτη στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας μας υπήρχε ένα άρθρο εκτενές. Αυτήν την εβδομάδα δεν είχα αυτήν την ευκαιρία για λόγους ανωτέρας βίας.
Άκουσα τις υπερήφανες και αδούλωτες φωνές σας μέσα από τον χώρο της κρατήσεώς μου, όπου ευρίσκομαι ΑΔΙΚΑ μόνο και μόνο γιατί ΤΟΛΜΗΣΑ, γιατί ΤΟΛΜΗΣΑΜΕ όλοι μαζί να υψώσουμε υπερήφανο το ανάστημά μας στην εσωτερική κατοχή της Πατρίδας μας.
Στα διπλανά κελιά είναι άλλοι τέσσερεις βουλευτές της Χρυσής Αυγής και αυτοί υπερήφανοι με ακέραιη την Τιμή και την Υπερηφάνειά τους.
Με κάθε τρόπο πονηρό, χρησιμοποιώντας μέσα δόλια προσπαθούν να παρουσιάσουν τον νόμιμο πολιτικό μας αγώνα σαν μια… εγκληματική οργάνωση. Η ΑΛΗΘΕΙΑ στο τέλος θα λάμψει, τα σχέδια τους δεν θα περάσουν.
Έχετε ΠΙΣΤΗ και ΕΠΙΜΟΝΗ και στο τέλος είναι βέβαιο ότι θα δικαιωθούμε γιατί παραμείναμε ΟΡΘΙΟΙ σε καιρούς ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΕΝΟΥΣ, γιατί είχαμε την ξεχωριστή τύχη να μας επιλέξει η ΜΟΙΡΑ ώστε να γίνουμε σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς η επαγρυπνούσα συνείδηση του Έθνους.
Όποια και εάν είναι η κατάληξη αυτής της τόσο σκοτεινής ιστορίας, το βέβαιον είναι ότι ΕΜΕΙΣ οι Χρυσαυγίτες και οι Χρυσαυγίτισσες γράψαμε ΙΣΤΟΡΙΑ και αυτό δεν μπορεί κανείς να μας το αφαιρέσει.
Είμαι Υπερήφανος για όλους ΣΑΣ, για όλους εσάς που παραμένετε Αγωνιστές της Μεγάλης ΕΘΝΙΚΗΣ ΙΔΕΑΣ στον καιρό του Εθνομηδενισμού, της Παγκοσμιοποίησης, της υποταγής στον ξένο αφέντη, στον καιρό της εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας, στον καιρό των Μνημονίων.
ΔΕΝ ΜΑΣ ΣΥΓΧΩΡΟΥΝ ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΗΚΑΜΕ, γιατί ΔΕΝ παίξαμε τον ρόλο μιας μαριονέτας στο πολιτικό τους κουκλοθέατρο.
Τελειώνω και σας χαιρετώ με τον στίχο ενός ηρωικού κλέφτικου τραγουδιού:
«Οι κλέφτες προσκυνήσανε και γίνανε ραγιάδες,
μα ένα μικρό κλεφτόπουλο δεν λέει να προσκυνήσει…»
Ν.Γ. ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟΣ»
Ανατρίχιασα…
Αυτός δεν είναι Μιχαλολιάκος, λέω. Αυτός είναι η νέα Βούρτση, η Βούρτσα, ξέρεις, αυτή που μπλέκουμε με το άλλο ομόηχο και έρχονται τα μπούτια μας και γίνονται ένα σώμα.
Εγώ δεν είμαι κυνικός σαν τον Μαύρο τον παλιοχαρακτήρα. Είμαι ευαίσθητο.
Τι τους κάνετε βεντέτες ρε άνθρωποι;
Εκεί στοχεύουν, στο λαϊκό αίσθημα της Σούλας, της Τούλας και της Μπούλας, που θα παρατήσει τη μπουγάδα να παρακολουθήσει το παιδί του λαού να χαροπαλεύει.
Δε σας μπορώ άνθρωποι, το γουστάρετε το κουτόχορτό σας.
Επιστρέφω στην πρασινάδα μου, βγάλτε τα μάτια σας!
Ένα κάποιο όχι και τόσο πρόβατο…