Μου αρέσουν τα αφιερώματα.
Μου αρέσουν ακόμα περισσότερο, όταν αφορούν ανθρώπους που με εμπνέουν και με έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό.
Δε θεωρώ ότι η επιρροή ενός ανθρώπου που έχει χαράξει τη ρώτα της ζωής του με ένα τρόπο, μπορεί να σου αλλάξει ριζικά τη δική σου ζωή. Θεωρώ, αντίθετα ότι τείνουμε να αφήνουμε τον εαυτό μας να επηρεάζεται από όσους εκφράζουν κάτι, ασήμαντο ή ουσιαστικό που ταιριάζει, κουμπώνει με τη δική μας κοσμοθεωρία.
Κάποιες φορές είναι απλά ο τρόπος να ανακαλύψουμε δικά μας χαρακτηριστικά μέσα από αυτούς που θαυμάζουμε. Χαρακτηριστικά που υπάρχουν και κοιμούνται.
Ένας από τους δύο πιο αγαπημένους μου Έλληνες ποιητές.
Ταξιδιάρης, ρεαλιστής, ένας ρομαντικός ιδεαλιστής που καλύπτει την εύθραυστη πλευρά του μέσα από τη σκληρή καραβίσια γλώσσα, με απέραντη αγάπη για τη θάλασσα, εραστής του αγνώστου και των περιπλανήσεων…
O Νίκος Καββαδίας είναι ίσως o μόνος πού αξίζει τον χαρακτηρισμό του απόλυτα βιωματικού στην ποίησή του. Μιλάει πάντα για τὰ καράβια που έζησε, τούς ναυτικούς που γνώρισε, τούς έρωτες, τους καβγάδες και τούς θανάτους στα λιμάνια, με την γλώσσα των καραβιών, αλλά και κάποιους ιδιωματισμούς της Κεφαλλονιάς, να μπλέκονται στα γνήσια λαϊκά ελληνικά του.
Ο έρωτάς του για τα ταξίδια και τη θάλασσα, πάθος τρομερό, σχέση αγάπης και μίσους, ο ίδιος έρωτας που τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, μόλις 19 ετών, αφήνοντας την ασφαλή δουλειά του ναυτικού γραφείου, είναι ορατός σε κάθε στίχο του, και τόσο δυνατός πού διαπερνά τον αναγνώστη, τον κάνει να ξεχάσει τις άγνωστες λέξεις και τους ναυτικούς όρους, και τον συνεπαίρνει απόλυτα ο αληθινός, πολλές φορές σκληρά ρεαλιστικός λόγος του ποιητή.
Από παιδί ένιωσε ακατανίκητη έλξη για τη θάλασσα γι᾿ αυτό και έγινε ναυτικός. Τα ποιήματά του έχουν πλαίσιο τη θάλασσα και θέμα τη σκληρή ζωή των ναυτικών. Ωστόσο για τον Καββαδία, που είναι ιδανικός εραστής «των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων», ἡ θάλασσα είναι ένας μαγικός κόσμος. Από αυτή αντλεί δύναμη και αγάπη για τον άνθρωπο.
Η ζωή του και το έργο του *
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίνστη Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλλονιάς. Σ’ αυτή τη μικρή Ρωσική πόλη, γεννιούνται και άλλα δυο παιδιά: η Τζένια (Ευγενία) κι ο Μήκιας (Δημήτρης). Ο πατέρας Χαρίλαος Καββαδίας διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.
Το 1914, με την έκρηξη του Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με το Γιάννη Τσαρούχη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως “ναυτόπαις” τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό “Άγιος Νικόλαος”.
Το 1934, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού, ενώ το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ. Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού, ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία. Είναι όμως ενεργός λογοτεχνικά, γράφοντας ποιήματα, ορισμένα εξ’ αυτών Αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικό το ποίημα “Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη“. Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση την οποία παραχωρεί στις 6 Οκτώβρη του ίδιου έτους στον Νικηφόρο Βρεττάκο, εξαιτίας της αναχώρησής του από την Ελλάδα με το πλοίο “Κορινθία”. Η ασφάλεια του έδωσε άδεια, καθώς θεωρείτο ανενεργός κομμουνιστής.
Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν το θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη, το 1957, την κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του «Μαραμπού» και του «Πούσι» το 1961 από τις εκδόσεις Γαλαξίας, το θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη γέννηση του Φίλιππου το 1966, γιου της ανιψιάς του Έλγκας.
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη το εξής περιστατικό: Ενώ ο ποιητής εργαζόταν σε “ποστάλι” (καράβι μικρών αποστάσεων, επιβατηγό),ταξίδεψε με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης. Τόσο κατά την τυπική υποδοχή των ταξιδιωτών, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Σεφέρης δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαιρετίσει τον Καββαδία. Το γεγονός πίκρανε ιδιαίτερα τον Καββαδία, που θεωρούσε ότι η λογοτεχνική γενιά του ’30, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, τον υποτιμούσε.
Το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.Κηδεύτηκε στο Α΄Νεκροταφείο με παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης.
Ποίηση
- Μαραμπού (1933)
- Πούσι (1947)
- Τραβέρσο (1975)
- Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, επιμέλεια Guy (Michel) Saunier. Αθήνα: Άγρα, 2005
Πεζογραφία
- Βάρδια (1954)
- Λι (1987)
- Του πολέμου/Στ’ άλογό μου (1987)
Το μικρό πεζό “Λι” γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία το 1995 με τίτλο “Between the devil and the deep blue sea”. Το διήγημα του Νίκου Καββαδία “Του πολέμου”, που εξιστορεί την φιλοξενία ενός Έλληνα στρατιώτη από έναν Αρβανίτη κατά την διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, γυρίστηκε σε ταινία και σε σκηνοθεσία του Χρήστου Παληγιαννόπουλου.
*πηγή: wikipedia
Ο μελοποιημένος Καββαδίας
Ο Νίκος Καββαδίας είναι ο ποιητής που μελοποιήθηκε περισσότερο απ’ όλους, ειδικά αν λάβουμε υπόψη το συνολικό μέγεθος του ποιητικού του έργου και φυσικά τραγουδήθηκε από πολύ κόσμο, γεγονός που έκανε την ποίησή του να περάσει το μήνυμα πολύ πιο εύκολα στο σκληρό του εγκεφάλου και τη συνείδηση όλων μας. Από τα πενήντα δύο ποιήματά του που έχουν εκδοθεί, τα μελοποιημένα είναι τριάντα οκτώ.
Ο άνθρωπος που έχει συνδέσει το όνομά του με τον Νίκο Καββαδία δε θα μπορούσε να είναι άλλος, από τον Θάνο Μικρούτσικο.
“Τον Σταυρό του Νότου, τον ηχογράφησα πριν από 33 χρόνια και από τότε μέχρι σήμερα έχει πουλήσει πάνω από 1.000.000 αντίτυπα. Και το λέω ενδεικτικά για να σας δείξω πόσο αφορά τη μία γενιά μετά την άλλη μέχρι σήμερα. Θεωρώ ότι επέλεξε τη θάλασσα ως πεδίο πάνω στο οποίο θα πει αυτά που θέλει να πει. Η πραγματικότητα που βίωνε τότε ο Καββαδίας, που βίωσα εγώ ή που βιώνετε εσείς σήμερα είναι μια μίζερη πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που πετσοκόβει τα όνειρά μας, που δεν αφήνει τη φαντασία μας να οργιάσει, μια πραγματικότητα που σε πάει σε μια κοινωνία ανταγωνιστική, σε μια κοινωνία που ενώ στον καθένα από σας κλείνει το μάτι σε όλους μαζί, στο εμείς δηλαδή, μας καταπιέζει αφόρητα. Λέει, λοιπόν, ο Καββαδίας «αυτή είναι η κοινωνία, φύγε από αυτήν, ταξίδεψε». Αυτή την έννοια τού ταξιδιού μακριά από τη μίζερη πραγματικότητα έπιασαν οι νεότερες γενιές ακριβώς ως βασικό στοιχείο τής φιλοσοφίας τού Καββαδία.
Θα σας πω έναν στίχο: «Χόρεψε πάνω στο φτερό τού καρχαρία». Φανταστείτε έναν νέο ή μία νέα να χορεύει πάνω στον καρχαρία. Ο καρχαρίας, δεν ξέρω αν ξέρετε, είναι το πιο παλιό ζώο που υπάρχει πάνω στον πλανήτη. Έχει ηλικία περίπου 4 εκατομμυρίων ετών, από την εποχή των δεινοσαύρων. Άρα είναι το ανθεκτικότερο ζώο και στις άγριες μορφές του είναι το σκληρότερο. Είναι δυνατόν ποτέ κανένας, εάν το δούμε ρεαλιστικά, να δαμάσει αυτό το ζώο και να χορέψει πάνω του; Λέει, λοιπόν, ο Νίκος Καββαδίας «κατάκτησε το αδύνατο». Η ζωή μας, ξέρετε, δικαιώνεται εάν κάθε φορά ξεπερνάμε τα προδιαγεγραμμένα μας όρια. Κατακτάμε το αδύνατο εάν σπάσουμε το τσόφλι τού αβγού. Κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσει ο καθένας μας ότι αυτά που έμαθε, αυτά που θέλει να κάνει έχουν έναν κύκλο πέρα από τον οποίο δεν μπορεί να πάει. Εάν αυτό το αποδεχτούμε ως τρόπο ζωής, στο τέλος θα καμπουριάσουμε όταν περάσουν τα χρόνια. Αν όμως αυτά τα όρια μπορούμε να τα σπρώξουμε, να τα ξεπεράσουμε, να τα σπάσουμε, τότε μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας όνειρο. Αυτό ακριβώς είναι η ποίηση τού Καββαδία.
Δεν θέλει να σε κοροϊδέψει ο Καββαδίας. Δεν σου λέει φύγε και αύριο όλα θα είναι καλά. Σου λέει μεν φύγε από αυτή τη μίζερη πραγματικότητα, αλλά έχε υπ’ όψιν σου ότι έχεις πολλά μπροστά σου να ξεπεράσεις. Αλλά και πόσα πρόσωπα συναντάς εκεί! Γι’ αυτό ο Καββαδίας από το «Πούσι» και μετά, έχει φύγει από το «εγώ». Λέει συνέχεια «εσύ». Δεν καλεί τον άλλο από μια μιζέρια να πάει σε μια άλλη μιζέρια. Δεν ονομάζει το «άλλο».
Σου λέει φύγε από αυτό. Το επόμενο χτίστο εσύ…”
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα μικρό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι
– όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες-
που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ’ Αλγέρι.
Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε
Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού.
… και τόσα άλλα… μια ανεξάντλητη πηγή μουσικής, ποίησης, λυρισμού, ρεαλισμού, εμπειρίας, ζωής…
Ίσως το καλύτερο αφιέρωμα που είδα ποτέ για το Νίκο Καββαδία είναι αυτό της Μηχανής του Χρόνου. Παραθέτω το πρώτο από τα 5 μέρη που τα βλέπεις μονορούφι. 5 μέρη για τον μοναδικό “Μαραμπού” ή “Κόλια” ή “Μαυρή” για τους οικείους του, που δεν κατάφερε να πεθάνει στην αγκαλιά της θάλασσας, όπως είχε ποθήσει, αλλά στη στεριά και, κατά δυστυχίαν, είχε μια «κηδεία, σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες»… μα λίγων τη ζωή!
Ταξιδέψτε…