Δε γνωρίζω τίποτα, μα τίποτα σου λέω.
Όλα όσα έχω ζήσει είναι μια επιφανειακή θεώρηση της ζωής, που επεξεργάστηκε στον εγκέφαλό μου έτσι, ώστε να με εξυπηρετεί να επιβιώσω. Μια customized πατέντα που έχει γίνει ο δικός μου μηχανισμός άμυνας για να τα βγάλω πέρα.
Το μόνο που γνωρίζω είναι δυο πλάσματα όλα κι όλα.
Τη Μαρίνα και τον Μάνο.
Τους παρατηρώ χρόνια, ίσως και από τη μέρα που γεννήθηκα.
Ξέρω λοιπόν για τη Μαρίνα, που δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα για τον εαυτό της, γιατί ερωτεύτηκε νωρίς ή έτσι νόμισε, ή την ανάγκασαν να ερωτευτεί. Παντρεύτηκε νωρίς, κλείστηκε νωρίς, έκλαψε νωρίς, μεγάλωσε νωρίς… δεν έζησε τίποτα από νωρίς, γιατί έπρεπε να τα κάνει όλα νωρίς, μην της χτυπήσει την πόρτα το σίχαμα το αργά και τη βρει η ζωή μεγαλοκοπέλα και ατυχή. Τον όρο «ευτυχή» τον αγνοούμε.
Ξέρω για τον Μάνο που τα έκανε όλα κι αυτός νωρίς. Τις κραιπάλες, αυτές, τις άλλες, τις μικρές και τις μεγάλες. Μια μέρα ξύπνησε και νόμισε πως δεν έχει ζήσει τίποτα. Γιατί έτσι του έλεγε από μωρό η μαμά του. Το μοντέλο αυτού του Μάνου έχει δυο αποτελέσματα… την αίσθηση του ανικανοποίητου από ακόμα πιο αποστασιοποιημένες κατά-σχέσεις, ή τη στροφή 180 μοιρών γύρω από τη σκιώδη φιγούρα του εαυτού του και βουρ στο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια με την πρώτη ευκαιρία να σώσουμε οτιδήποτε αν σώζεται. Σπασμωδικές κινήσεις εξαρχής… στο πρώτο ούρλιαγμα της μαίας.
Ξέρω και για εκείνη τη Μαρίνα που ανίχνευσε ένα ταλέντο… στα χείλη, στο πνεύμα, στο οινόπνευμα. Το που δεν έχει σημασία, όλοι κάπου το έχουμε το ταλέντο μας. Το θέμα είναι ότι αυτή καβάλησε καλάμι και τρέχει πίσω από τον κόσμο που της οφείλει τα πάντα, επειδή γεννήθηκε ταλαντούχα. Ο κόσμος σπανίως σου γυρίζει αυτά που περιμένεις, εν ζωή. Οπότε ή δημιουργείς τις συνθήκες να ζήσεις με περιθώρια που σου αφήνουν να κυνηγάς το όνειρό σου ή ζεις παρασιτικά εις βάρος των διπλανών σου.
Ξέρω έναν ακόμα Μάνο που γεννήθηκε με τα πάντα. Τα πάντα όμως! Να προσφέρονται γι αυτόν, πριν από αυτόν, απλόχερα. Και βαριέται να βλέπει ακόμα και τη μούρη του στον καθρέφτη. Ίσως αύριο αλλάξει μύτη, ίσως φρύδια, ίσως απίδια, μόνο να μην είναι πλέον ίδια.
Ξέρω για μια Μαρίνα και έναν Μάνο που έκαναν επιλογές κάποια στιγμή στη ζωή τους και τις λούζονται αιώνια. Μπορεί να μην τους «πάνε» να μην τους «κουμπώνουν» πια, να μην τους εκφράζουν αλλά φοβούνται προκαταβολικά για όλα τα βράδια της μοναξιάς ή της κοινωνικής κριτικής που θα χαλάσει την εικόνα που έφτιαξαν άλλοι για την πάρτη τους.
Ξέρω έναν σωρό Μαρίνες και Μάνους με ιστορίες εκούσιας αυτοκαταστροφής. Που το παίζουν κάτι που απλά δεν είναι και ο ρόλος βαραίνει στους ώμους τραγικά ενοχικά, έως σχιζοφρενικά. Που νοιάζονται περισσότερο για ό,τι δεν έχει να τους δώσει η ζωή που επέλεξαν, παρά για αυτό που βιώνουν. Που αυτιστικά ζητάνε από όσους βρεθούν στο διάβα τους μια αθέατη πλευρά, που ο περαστικός ίσως να μην διαθέτει ή ίσως είναι αυστηρά για προσωπική κατανάλωση. Που χάνουν το τώρα για ένα ουτοπικό μέλλον. Που φοβούνται μια ζωή να δουν αυτό που πραγματικά είναι οι ίδιοι και όσοι βρίσκονται γύρω τους. Που υποφέρουν με τον εαυτό τους πιο πολύ, αλλά για πάντα φταίνε οι άλλοι. Που κανείς δεν τους αγάπησε, κανείς δεν τους καταλαβαίνει… τίποτα, μηδέν, νούλα.
Ξέρω επίσης ότι όταν γέννησα τις κόρες μου φύτρωσε μια γλυκιά πανάδα κάτω από το μάτι μου, στο αριστερό μου μάγουλο. Γεννήθηκε μαζί με την πρώτη κόρη μου, δυνάμωσε με τη δεύτερη και εμφανίζεται κάθε καλοκαίρι μαζί με το μαύρισμά μου. Και μένει εκεί αρχές Φθινοπώρου, όταν το χρώμα μου επιμένει να χλωμιάζει μαζί με τον καιρό.
Και γελάω κάθε φορά που η φίλη μου μου λέει: “τι έχεις εδώ, έκλαψες και έτρεξε μολύβι; Μουτζουρώθηκες;”
Όχι, αγάπησα και πόνεσα και σκοπεύω να το επαναλάβω σύντομα. Να μουτζουρώνω το πρόσωπό μου και το κορμί μου με σημάδια που δείχνουν ότι έζησα, ό,τι γούσταρα.
Εγώ για μένα.
all the lonely people, where do they all come from? all the lonely people where do they all belong?