Αν υπάρχει κάτι πραγματικά όμορφο και ανέμελο να θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία, κάποιες στιγμές που ένιωθα ξέγνοιαστος και ευτυχισμένος, κάποιες ώρες που τίποτα δεν μπορούσε να με αγγίξει και να με στεναχωρήσει, ήταν οι ώρες που ήμουν συντροφιά με ένα Μίκυ Μάους στα χέρια μου.
Αμέτρητα καλοκαίρια, ατελείωτα μεσημέρια κάτω από το σεντόνι του κρεβατιού μου ή ένα δέντρο, όμορφες στιγμές παρέα με το Μίκυ, τον Ντόναλτ, το Γκούφυ, τα ανιψάκια, τη Μάτζικα Ντε Σπέλ, το θείο Σκρούτζ…
Από το λιγοστό μου χαρτζιλίκι, που συνήθως ήταν κάτι ψηλά από τα ρέστα από τα ψώνια, έτρεχα γεμάτος χαρά να πάρω το καινούριο τεύχος και με λαχτάρα να το κρύψω κάτω από το μαξιλάρι, μέχρι οι συνθήκες να το επιτρέψουν και να μπορέσω ανενόχλητος να αφιερωθώ σε μία από τις ελάχιστες ευχάριστες στιγμές της παιδικής μου καθημερινότητας στο νησί.
Ευτυχώς, παρά τα χρόνια που πέρασαν, εγώ μπορεί να μεγάλωσα, αλλά ο Μίκυ και οι φίλοι του δεν φαίνεται να μεγάλωσαν ούτε μία μέρα.
Στο δωμάτιο μου στο νησί, υπάρχουν ακόμα κρυμμένα στο βάθος της ντουλάπας παλιά τεύχη που κάθε καλοκαίρι γίνονται περισσότερα και κάθε καλοκαίρι τα διαβάζω ξανά και ξανά με αποτέλεσμα πολλές φορές να με παίρνει ο ύπνος με ένα περιοδικό στα χέρια μου.
Και πάντα, όταν νιώθω πιεσμένος ως ενήλικας πλέον, αν θέλω λίγο να ξεχαστώ και να επιστρέψω σε εκείνες τις όμορφες στιγμές, «ντύνομαι» με το ίδιο εκείνο ενθουσιασμό και επισκέπτομαι το περίπτερο της γειτονιάς για να επιστέψω σε λίγο στο σπίτι με ένα από εκείνα τα ανεκτίμητα τρόπαια…
Κάπως έτσι περίπου θα γινόταν και πριν 15 περίπου χρόνια, στην Αθήνα πλέον, όταν επιστέφοντας στο σπίτι ένα μεσημέρι του Ιουνίου, βγήκα από το μετρό της Ομόνοιας και πήρα το δρόμο για τα Εξάρχεια.
Στο ίδιο πάντα φανάρι, στη γωνία της Εθνικής Τραπέζης, όπως πολλά χρόνια τώρα, βρισκόταν ένας πάγκος με εφημερίδες και περιοδικά.
Το μάτι μου αμέσως έπεσε στα χρωματιστά εξώφυλλα των «φίλων» μου και η καρδιά μου χαμογέλασε στην ιδέα ότι θα έπαιρνα ένα από αυτά τα εξώφυλλα σπίτι. Πλησίασα, άρχισα να τα κοιτώ με λαχτάρα, με αγάπη, με τον παιδικό εκείνο ενθουσιασμό που σου φέρνει στο μυαλό αναμνήσεις, καλοκαίρια, θάλασσα και άρωμα από το νησί.
Έβαλα τα χέρια στις τσέπες μου, ακούμπησα το κάθε χιλιοστό της φόδρας, τα έβγαλα και αμέσως τα έβαλα στις θήκες του σακιδίου μου, έπιασα και εκεί κάθε εκατοστό του υφάσματος, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.
Ήμουν απένταρος, διανύοντας την αβέβαιη εποχή των 25 χρόνων και κάτι, χωρίς αποταμιεύσεις, χωρίς ξεκάθαρους στόχους, χωρίς πολυτέλειες για περιοδικά και περιττά έξοδα.
Πόσο άσχημο συναίσθημα αλήθεια και πόσο αμήχανη στιγμή…
Ο κύριος που καθόταν μπροστά από εμένα και πίσω από τον πάγκο, βλέποντας με αμήχανο να ιδρώνω και να κοκκινίζω, με ρώτησε διακριτικά αν έχασα το πορτοφόλι μου.
«Όχι» του απάντησα, «απλά έφυγα από το σπίτι χωρίς χρήματα», ήταν η ψευδής απάντηση μου.
«Πάρε το τότε και έλα να μου το πληρώσεις αύριο, πίστεψε με, θα είμαι και αύριο στην ίδια θέση…» ήταν η μη αναμενόμενη απάντηση του που με έκανε να κοκκινίσω στο διπλό, να χάσω τα λόγια μου, να αρνηθώ στα γρήγορα, να πω ένα ξεψυχισμένο «ευχαριστώ» και να εξαφανιστώ μέσα στο βιαστικό πλήθος της Ομόνοιας…
Τόσα χρόνια κάτοικος αυτής της πόλης, δεν θυμάμαι ποτέ κανέναν άνθρωπο να μου είπε κάτι αντίστοιχο, κανέναν να τόλμησε να με εμπιστευτεί, κανέναν να καταφέρει να με εκπλήξει τόσο πολύ με την εμπιστοσύνη και την καλοσύνη του, και ας ήμουν ένας απλός περαστικός, ένας ακόμα αδιάφορος διαβάτης της πολλές φορές επικίνδυνης και εντελώς απρόσωπης πλατείας Ομονοίας…
Κάθε φορά που περνάω από το ίδιο σημείο, ο Κύριος είναι πάντα εκεί και κάθε φορά μου θυμίζει το μεγαλείο και την ευγένεια της πρόθεσης του εκείνο το μεσημέρι του Ιουνίου, δεκαπέντε χρόνια πριν…
Μπορεί εκείνο το μεσημέρι να μην επέστεψα τελικά σπίτι μου συντροφιά με τον αγαπημένο μου ήρωα, είχα όμως βάλει στη καρδιά μου έναν καινούριο ήρωα, έναν ήρωα απλό, καθημερινό, ευγενικό, έναν ήρωα πέρα και πάνω από όλα Ανθρώπινο και Αληθινό.
Δεν είχα ποτέ βρει το κουράγιο να του μιλήσω τόσα χρόνια, αισθανόμουν πάντα πολύ «μικρός» μπροστά του για να τον ενοχλήσω λέγοντας του ένα ευχαριστώ για την καλοσύνη και την εμπιστοσύνη μου έδειξε, αλλά υπόσχομαι στον εαυτό μου πως την επόμενη φορά που θα θελήσω να κρατήσω στα χέρια μου ένα ακόμα τεύχος από το αγαπημένο μου Μίκυ Μάους, θα είναι αγορασμένο από τον συγκεκριμένο Κύριο. Και μαζί, θα του πω εκείνο το ευχαριστώ για όσα η πράξη του μου δίδαξε, ένα ευχαριστώ για την τόσο απλή και ανθρώπινη συμπεριφορά που είχε απέναντι μου, για το θάρρος του να εμπιστευτεί έναν άγνωστο νεαρό που απλά κάποτε βρέθηκε μπροστά από τον πάγκο του, άφραγκος, αμήχανος και ντροπιασμένος…
Γιατί ο καλύτερος τρόπος να αγοράσεις τις καινούριες περιπέτειες των ηρώων των παιδικών σου χρόνων, είναι να τις αποκτήσεις από τα χέρια των αληθινών ηρώων της σημερινής καθημερινότητας σου…
Χρήστος Δασκαλάκης.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ