ΟΤΑΝ Ο ΤΑΛΑΤ – ΜΠΕΗΣ ήρθε στο Αϊντίνι, την άνοιξη του 1917, γνωρίστηκε με τον πατέρα μου και τον πήρε από μεγάλη συμπάθεια.
Μια τέτοια γνωριμία θεωρήθηκε μεγάλη τύχη για κείνη την εποχή.
—Να τολμήσω να τον καλέσω στο σπίτι, Μαίρη; Τι λες; Μίλησα προχτές μαζί του για τις δουλειές μου και μούδωσε πολλές ελπίδες. Του είπα όλη την προσπάθεια που κάνουν οι Γερμανοί επιχειρηματίες να εξαφανίσουν τις μικρότερες επιχειρήσεις. Του τόνισα πως αυτό θα ζημιώσει και τους Τούρκους.
Και ξέρεις τι μ’ απάντησε; «Οι ξένες εταιρίες δεν μπορεί και δεν πρέπει ν’ αρπάξουν έτσι το ψωμί των βιοπαλαιστών που μόχθησαν να φτιάξουν κάτι». Άφεριμ, Ταλάτ-μπέη, γεια στο στόμα σου! Μα αν δεν καταφέρουν να κάνουν το μονοπώλιο του λαδιού, θα μας συναγωνιστούν και πάλι με τα κεφάλαια και τα τεχνικά μέσα που διαθέτουν. Πρέπει να πετύχω κι εγώ κανένα σοβαρό δάνειο, μια μείωση της
βαριάς φορολογίας.
«Άφησε να τη μελετήσω την υπόθεση» μου είπε «όταν θα γυρίσω στη Σμύρνη».
Ο πατέρας τα έλεγε όλα αυτά αρπαχτά, σα να έτρωγε ένα πολύ ορεχτικό φαΐ. Κι ύστερα στάθηκε περιμένοντας τις κρίσεις της γυναίκας του.
—Τι λες, λοιπόν, Μαίρη; Να τον καλέσουμε;
Σπάνια χρησιμοποιούσε το «θα» ο πατέρας, όταν απευθυνόταν στη μητέρα. Ήταν αναποφάσιστος μπροστά της κι αισθανόταν, θαρρείς, μια σιγουριά να βάζει σ’ όλες τις προτάσεις του ερωτηματικά.
—Αν νομίζεις πως αξίζει τον κόπο, κάλεσέ τον. Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος τουρκαλάς…
—Μην το παίρνεις έτσι αψήφιστα το ζήτημα Μαιρούλα, τη διέκοψε εκείνος· είναι λαχείο για μας αυτός ο άνθρωπος. Άλλωστε — εδώ κόμπιασε λίγο ο πατέρας — δεν ήθελα τόσες μέρες να σε αναστατώσω, μα έχω από Τούρκο την πληροφορία, πως οι αντίπαλοί μου προσπαθούν να ξεμπερδεύουν μαζί μου και με άλλα μέσα. Κάτι ψιθύρισαν στις εδώ αρχές, πως διατηρώ σύνδεσμο με την Ελλάδα και, και…
Η μητέρα ταράχτηκε.
—Μπα; Έφτασε ως εκεί ο Αριστείδης; Δεν πρέπει να μου κάνει καμιά εντύπωση. Είναι άξιος και για χειρότερα. Κάλεσέ τον, Βασιλάκη, το μπέη σου, και γρήγορα.
Η μητέρα έβαλε όλη τη δεξιοτεχνία της να ετοιμάσει το σπίτι για την επίσημη υποδοχή. Κι είχε ένα τέτοιο ταλέντο στις διακοσμήσεις! Ποτέ δεν άφηνε τα έπιπλα στην ίδια θέση. Τα μετακινούσε όλη ώρα. Τους άλλαζε στόφες. Ανανέωνε τις ταπετσαρίες και τις λαδομπογιές. Αναποδογύριζε το σπίτι μέσα σε λίγες ώρες και τούδινε έναν τόνο πάντα νέο και θερμό. Αυτή η αλλαγή ήταν σα μια ψυχική
ανάγκη για τη μητέρα.
Το εύρημά της για το χορό του Ταλάτ ήταν να στολίσει τους τοίχους του μεγάλου χωλ με γιρλάντες από κισσούς και γαρύφαλα. Βγήκαν από τα μπαούλα τα πιο βαριά κεντημένα λινά τραπεζομάντηλα. Παρατάχτηκαν τα ασημικά, τα κρύσταλλα και οι πορσελάνες. Οι κουρτίνες και οι φραμπαλάδες των κρεβατιών περάστηκαν με κόλλα. Στην κουζίνα βράζανε διάνους και χοιρομέρια, κόβανε κεφάλια τυριά και καϊμάκια που έμοιαζαν σαν κέρινες μεγάλες μπάλες. Φτιάχνανε τυρόπηττες, μπουρεκάκια και σουτζουκάκια, σαλάμια, τουρσιά και γλυκά σιροπιαστά που μοσχοβόλαγαν.
-Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν