«Τα κορίτσια της Δανίας είναι τα ομορφότερα στον κόσμο. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό!» Η φωνή του Τζος Χάτον ανέβηκε ξαφνικά μέσα από ένα στιγμιαίο καταλάγιασμα των θορύβων στη μεγάλη, ζεστή αίθουσα όπου δινόταν η δεξίωση. Πρέπει να στεκόταν ακριβώς πίσω της, σκέφτηκε η Νταβίνα, διασκεδάζοντας. Θα είχε επιτέλους καταφέρει να ξεφορτωθεί για λίγο την κυρία Χάτον, και τώρα προφανώς προσπαθούσε να ψήσει κάποια απ’τις “όμορφες Δανέζες” του, μακριά απ’τα καχύποπτα βλέμματα της ζηλόφθονης συντρόφου του.
Έφερε το ποτήρι στα χείλια της, χαμογελώντας συγχρόνως όλο χάρη στον τύπο που την είχε απομονώσει εδώ και πέντε λεπτά, και που ήταν φανερό ότι για την ώρα, η μόνη του φιλοδοξία ήταν να τη γνωρίσει “στενότερα”. Ήταν ένας ψηλός, ξερακιανός Αμερικάνος με αρχές φαλάκρας, εκπρόσωπος ενός εκδοτικού οίκου που έβγαζε κυρίως βιβλία τέχνης. Η Νταβίνα τον άφηνε να λέει, παρακολουθώντας συγχρόνως την κίνηση γύρω της – και στη συγκεκριμένη περίπτωση, πίσω της.
«Πιο ωραίες απ’ τις Σουηδέζες. Οι Σουηδέζες… να, πώς να το πω. Είναι λίγο ψυχρές, δεν είναι; Μοιάζουν διαφορετικές. Οι Δανέζες είναι πιο, ας πούμε, Ευρωπαίες. Ξέρω που σου λέω. Εγώ είμαι εξπέρ σ’ αυτό το θέμα. Δείξε μου οποιαδήποτε γυναίκα – »
Πνίγοντας ένα γέλιο, η Νταβίνα έκανε να στραφεί με τρόπο στο πλάι, για να μπορέσει ν’ απολαύσει καλύτερα τη σκηνή. Ο Τζος ήταν αδιόρθωτος γυναικάς. Γελοίος γυναικάς, για την ακρίβεια. Το άγριο καμάκι που έκανε (κάθε φορά που κατάφερνε να ξεφύγει απ’ το άγρυπνο βλέμμα της συζύγου του) σε οτιδήποτε έμοιαζε κάπως με θηλυκό, ήταν πηγή ιλαρότητας για όλους τους γνωστούς του. Και παρόλο που ο ίδιος καυχιόταν για κατακτήσεις ανάλογες τουλάχιστον με του Καζανόβα, σπάνια πετύχαινε το στόχο του – ήταν κοντούλης, χοντρούλης, με μια εντυπωσιακή μπακίτσα και γουρλωτά μάτια. Η Νταβίνα πέθαινε απ’ την περιέργεια να δει ποιαν είχε καταφέρει να στριμώξει εκείνη τη στιγμή. Πολύ πιθανό να ήταν σαν σκύλα – αυτό πάντως δε θα εμπόδιζε τον Τζος να της κάνει τα πιο παρανοϊκά κομπλιμέντα.
Καθώς στρεφόταν ελαφρά προς το μέρος του, φροντίζοντας συγχρόνως να μην πάψει να δείχνει ότι παρακολουθούσε με αμείωτο ενδιαφέρον την κουβέντα του Αμερικάνου, στ’ αφτιά της ήρθε μια άλλη φωνή. «Και τα δικά σας κορίτσια δεν πάνε πίσω», έλεγε αργόσυρτα αυτή η άλλη φωνή, που οπωσδήποτε θα ήταν αδύνατο να ανήκε σε κάποια Δανέζα, σκύλα ή όχι. Σε Δανό ίσως, αν έκρινε απ’ την ελαφρά ξενική προφορά στα κατά τα άλλα τέλεια αγγλικά. Κι ήταν μια απερίγραπτα ελκυστική φωνή, βαθιά, αντρίκια, μ’ ένα εξαιρετικά ευχάριστο μέταλλο.
«Δεν υπάρχει καμιά σύγκριση», έλεγε όλο ενθουσιασμό ο Τζος, την ίδια στιγμή που τα μάτια της Νταβίνα έπεφταν στον άγνωστο συνομιλητή του και καρφώνονταν στα πιο βαθιά γαλάζια μάτια που είχε δει ποτέ της. Για ένα δευτερόλεπτο, αυτά τα βαθυγάλανα μάτια της έφεραν μια απρόσμενη ανατριχίλα. Είχαν μια ένταση που συναγωνιζόταν απόλυτα το χρώμα τους. Ύστερα σκέφτηκε αυτόματα, δεν μπορεί να είναι Δανός, και τα μάτια της γλίστρησαν πάνω στα κατάμαυρα μαλλιά κι από κει στο αδρό, αρρενωπό του πρόσωπο. Πρόλαβε να δει μια αρχή χαμόγελου που έπαιζε στα χείλια του, πριν στραφεί πάλι, ταραγμένη, ν’ αντιμετωπίσει το συνομιλητή της. «Στο Μέιν», έλεγε ο Αμερικάνος, «έχουμε ξέρεις μία – » «Στ’ αλήθεια δεν υπάρχει σύγκριση», επέμενε όλο θέρμη ο Τζος, παρασυρμένος απ’ τον ενθουσιασμό του, όπως κάθε φορά που καταπιανόταν με το πιο αγαπημένο του χόμπι απ’ όλα. «Οι Δανέζες είναι γυναικάρες με τα όλα τους. Μέσα κι έξω. Όταν είχα έρθει στην Κοπενχάγη – α, τι γυναίκες ήταν αυτές! Οι Αγγλίδες – α όχι, δε συμφωνώ μαζί σας, κύριε Χόλμπεργκ. Είναι άνοστες, πραγματικά άνοστες. Κρύες. Σαν ψόφια ψάρια». «Δεν μπορώ να συμφωνήσω, κύριε Χάτον – » «Γουόρεν! Εδώ είσαι; Σε ψάχνουμε μια ώρα τώρα! Δε θα μας συστήσεις;» Δυο ακόμα Αμερικάνοι είχαν προστεθεί στην παρέα της Νταβίνα. Την κοίταζαν κι αυτοί χαμογελώντας όλο προσμονή, κι η κοπέλα τους αντιγύρισε το χαμόγελο. Ένιωθε στην πλάτη της το βλέμμα του άντρα με τα βαθυγάλανα μάτια και τα κατάμαυρα μαλλιά. Την έκανε να νιώθει παράδοξα αμήχανη
«Δωσ’ μου μια Δανέζα, και σου δίνω όλες τις Αγγλίδες», συνέχιζε με αμείωτη θέρμη ο Τζος ·Μια ψηλή, αφράτη Δανέζα για το χειμώνα», χαχάνισε πίσω απ’ την πλάτη της
Νταβίνα. «Αγγλίδες», ξανάπε περιφρονητικά. «Αγγλίδες. Πίστεψε με, φίλε μου, είναι κρύες σαν ψόφια ψάρια!»
«Στον τόπο σας έχω δει μερικά απ’ τα πιο όμορφα κορίτσια του κόσμου», επέμεινε μαλακά ο συνομιλητής του. Κι όταν, παρά τη θέλησή της, η Νταβίνα βρέθηκε πάλι να στρέφεται προς το μέρος του, γι’ άλλη μια φορά τα μάτια του ήταν εκεί, έτοιμα να συναντήσουν τα δικά της.
Κι ήταν από εκείνους τους σπάνιους άντρες που με τη δεύτερη φορά έδειχναν ακόμα ωραιότεροι απ’ ό,τι με την πρώτη.
«Μερικές είναι τόσο όμορφες», συνέχισε αργόσυρτα ο άγνωστος και πανέμορφος Χόλμπεργκ, «που πραγματικά σου κόβουν την ανάσα. Για παράδειγμα…» Η φωνή του έγινε τόσο βαθιά, που της έφερε ένα ρίγος. Τα μάτια του δεν άφησαν δευτερόλεπτο τα δικά της. «Σαν την κοπέλα πίσω σου», κατέληξε χωρίς να χαμογελάει πια.
Η Νταβίνα του έστρεψε ταραγμένη την πλάτη, πράγμα που δεν την εμπόδισε να πιάσει το ξαφνιασμένο, «τι; ποιαν;» του Τζος, και την παρατήρηση του Χόλμπεργκ, «αυτή πραγματικά σου κόβει την ανάσα, δεν είν’ έτσι, κύριε Χάτον;»
«Ω – η Νταβίνα», έκανε ξεφουσκώνοντας ο Τζος, κι αμέσως μετά, εισβάλλοντας χωρίς πολλά-πολλά στην παρέα της Νταβίνα, την έπιασε απ’ το μπράτσο, είπε ένα μι- σομεθυσμένο, «συγνώμη, παιδιά, αλλά χρειάζομαι λίγο την κυρία από δω – δυο λεπτά, μετά θα είναι όλη δική σας», και τράβηξε την άφωνη Νταβίνα προς το μέρος του φίλου του.
«Για τ’ όνομα του Θεού, Τζος», έκανε η κοπέλα γυρίζοντας να ρίξει ένα αμήχανο βλέμμα στον Χόλμπεργκ, που την κοιτούσε διασκεδάζοντας. Τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα. «Αυτό ήταν χοντρή αγένεια», σφύριξε στον Τζος μέσ’ απ’ τα δόντια της, ύστερα στράφηκε να χαμογελάσει λίγο σφιγμένα στον άγνωστο φίλο του.
Ήταν πανύψηλος. Ο πιο ψηλός άντρας εκεί μέσα. Πανύψηλος και μ’ ένα σώμα αρχαίου θεού.
Κάτω απ’ αυτό το έντονο, καυτερό γαλάζιο βλέμμα, έχανε κυριολεκτικά τα λόγια της – κάτι που σίγουρα δεν της συνέβαινε καθόλου συχνά. «Μην τους σκέφτεσαι αυτούς τους ανόητους», είπε ο Τζος, φροντίζοντας για μια φορά να κρατήσει τη φωνή του χαμηλή. «Μπορούν να συζητήσουν και μεταξύ τους. Κοίτα, ο κύριος από δω είναι ο
Γιενς Χόλμπεργκ, από έναν πολύ σοβαρό εκδοτικό οίκο της Δανίας». Γέλασε πονηρά. «Πολύ σοβαρό, όντως. Τίποτε απ’ αυτά που σκέφτεσαι. Και θέλει να σε γνωρίσει», πρόσθεσε χαμογελώντας αγγελικά καθώς η Νταβίνα άπλωνε σαν αυτόματο το χέρι της προς τον ψηλό άγνωστο. «Νταβίνα Κλαρκ, κύριε Χόλμπεργκ», είπε ευγενικά, κι όσο πιο συγκρατημένα γινόταν. «Χάρηκα πολύ».
Το χέρι της χάθηκε στη δυνατή του παλάμη. «Κι εγώ», είπε αργόσυρτα ο Γιενς Χόλμπεργκ, σφίγγοντας τα λεπτά της δάχτυλα στα δικά του. Ακτινοβολούσε ολόκληρος γοητεία και μαγνητισμό, σε σημείο που καταντούσε σκανδαλώδες. Η Νταβίνα δεν ήταν καμιά μαθητριούλα. Ήταν μια λογική, ισορροπημένη γυναίκα εικοσιέξι χρόνων, με πείρα απ’τη ζωή και κάμποσες εμπειρίες, και στον επαγγελματικό, και στον προσωπικό τομέα. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί την τάραζε τόσο το βλέμμα και το χαμόγελο του Γιενς Χόλμπεργκ.
«Ο Γιενς είναι Δανός», πρόσθεσε ο Τζος, καμαρώνοντας σαν γάτος που μόλις έφαγε την κρέμα, λες και το γεγονός ότι ο συνομιλητής του ήταν Δανός, ήταν αποκλειστικά και μόνο δικό του κατόρθωμα. «Και ξέρεις τι μου έλεγε τώρα δα; Πως τα κορίτσια μας του κόβουν την ανάσα. Ένα απ’ τα κορίτσια μας, δηλαδή».
«Αλήθεια;» έκανε ψυχρά η Νταβίνα. «Θα ήρθατε για την έκθεση βέβαια, κύριε Χόλμπεργκ».
«Ναι, βέβαια. Και ο εκδοτικός σας οίκος μου έκανε την τιμή να με καλέσει απόψε. Τη χάρη να με καλέσει», διόρθωσε αμέσως μετά, δίνοντας όλο το επιθυμητό νόημα στη λέξη “χάρη”. Ακόμα κρατούσε το χέρι της στο δικό του, κι η Νταβίνα δεν έβλεπε με ποιον τρόπο θα μπορούσε να το τραβήξει χωρίς να γίνει αγενής.
«Λοιπόν, να σας αφήσω να τα πείτε», έκανε ο Τζος, κι η Νταβίνα ήταν σίγουρη πως αν δεν τον έβλεπαν, θα έτριβε τα χέρια του από ενθουσιασμό, και επειδή είχε καταφέρει να “βολέψει” το Δανό του φίλο, και από κακιά ευχαρίστηση που τα είχε καταφέρει μπλέκοντας και τη Νταβίνα. Η I κοπέλα είχε σαν αρχή της να μην μπερδεύει ποτέ τη δουλειά με το φλερτ. Στο γραφείο είχε τη φήμη της ψηλομύ- τας και της ακατάδεχτης, κι ένας απ’ αυτούς που είχαν προσπαθήσει χωρίς επιτυχία να τη ρίξουν, ήταν και ο Τζος. Θα έδινε οτιδήποτε για να μπορέσει να αποκτήσει ένα στοιχείο που θα του επέτρεπε να την κουτσομπο- λεύει με την άνεσή του στο γραφείο. “Δεν είναι δα και τόσο άσπιλη όσο φαίνεται”, θα έλεγε την επομένη. “Μόλις της χαμογέλασε ο τύπος, έπεσε σαν ξελιγωμένη. Αλλά φυσικά, αυτός δεν ήταν συνάδελφος της! Τα προσχήματα είναι μόνο για το γραφείο. Σίγουρα θα πλάγιασε μαζί του χτες το βράδυ. Πριν ακόμα καλά-καλά της τον συστήσω”. Και άλλα με το ίδιο περιεχόμενο. Τα είχε ακούσει κι άλλες φορές η Νταβίνα για κάποια κακότυχη συνάδελφο της.
(Από το βιβλίο “Οι νύχτες του Βορρά” της Αν Εβεράρντ)