Περνούσα έξω από τον παλιό αυτόν ανεμόμυλο για περίπου 25 χρόνια.
Σκαρφαλωμένος σε μια κορφή, κάπου στη μέση της διαδρομής για το μικρό εξοχικό σπιτάκι των γονιών μου στην Ύδρα, έμοιαζε πάντα σαν ένας μαρμαρωμένος γίγαντας που για χρόνια ακίνητος, περίμενε κάποιος περαστικός να λύσει τα μάγια.
Νομίζω ότι σε όλα αυτά τα χρόνια και τις αμέτρητες διαδρομές, κατάφερα να σταθώ και να μπω στο εσωτερικό του, μόνο μία φορά.
Πριν δύο εβδομάδες όμως, στην τελευταία επίσκεψη μου για φέτος στο νησί, αποφάσισα να αφήσω την ευκολία του σπιτιού μας στη χώρα και το χάζι του λιμανιού, να φορέσω τα αθλητικά μου παπούτσια, να πάρω δύο φίλους και τα σακίδια μας και μαζί να ξεκινήσουμε να ανηφορίζουμε προς την κορυφή.
Με τη θέα από τα ψηλά να μας δικαιώνει για την απόφαση, είδα από μακριά τον παλιό ανεμόμυλο να ξεπροβάλει δισταχτικά και αμήχανα, σαν να ντρεπόταν για τη γύμνια του, τα γηρατειά και την παραμέληση που είχε έρθει με το πέρασμα του χρόνου.
Καθώς περνούσα κάτω από τις ξερολιθιές της εισόδου, στα απομεινάρια ενός μύλου που σιγά σιγά ξεθωριάζει, σκεφτόμουν πόσο σωστά έπραξα για τη σύντομη αυτή στάση στο ξεχασμένο αυτό κτίσμα που όλοι προσπερνούν και παραβλέπουν, όπως άλλωστε και κάθε τι που πια δεν έχει θέση στο σκληρό και εκμοντερνισμένο παρόν μας.
Με τον αέρα να φυσάει και την απειλή βροχής πάνω από το κεφάλι μας, σαν ζητιάνος στη γωνιά του δρόμου ο παλιός μύλος, στεκόταν μονάχος, σιωπηλός μα τόσο περήφανος μπροστά στο χρόνο που σκόπευε κάποια στιγμή να τον εξαφανίσει μέσα στο χώμα και τους ελάχιστους θάμνους της περιοχής.
Σταθήκαμε και εμείς για λίγο εκεί, γεμίσαμε το χώρο με γέλια, με ζωή, με χαρά και με κουβέντες, με συντροφιά σε όλες εκείνες τις πέτρες που κάποτε έδιναν ψωμί και μεγάλωναν τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας. Τις πέτρες εκείνες που κάποτε έδιναν εργασία στους γεωργούς, που κάποτε άκουγαν καλημέρες να αντηχούν στους τοίχους, που μύριζαν το φρέσκο- αλεσμένο αλεύρι, που ήξεραν το κάθε μυστικό και την κάθε ιστορία του μυλωνά και των τόσων που στάθηκαν για λίγη σκιά στην αυλή του.
Βγαίνοντας από το ζεστό εσωτερικό του μύλου, αφήνοντας πίσω μου τον τεράστιο αυτό γίγαντα, ένιωσα μια μικρή θλίψη να φωλιάζει στη ψυχή μου. Σκεφτόμουν πως φεύγω και εγώ όπως έφυγαν όλοι, σκεφτόμουν πως δεν είχα τίποτα να αφήσω, τίποτα να προσφέρω σε αντάλλαγμα, τίποτα να του δείξω ευγνωμοσύνη για όσα εκείνος προσέφερε σε μια γενιά που πια δεν υπάρχει κοντά μας.
Και αυτό το γράμμα σήμερα, πόσο λυπάμαι που δεν θα το διαβάσει ποτέ, πόσο λυπάμαι που θα τον βρει πάλι μόνο, σιωπηλό και προδομένο…
Ο χρόνος δεν είναι σκληρός μόνο με τους ανθρώπους αλλά και με κάθε τι υπαρκτό πάνω σε αυτήν την μικρή μα τόσο μεγάλη σφαίρα που ονομάζουμε γη. Και καθώς αυτή η μεγάλη σφαίρα θα γυρίζει, οι άνθρωποι θα φεύγουν, οι αναμνήσεις θα σβήνονται, τα γραπτά θα γίνονται σκόνη και οι πέτρες άμμος.
Καθώς κοιτάζω τις φωτογραφίες που τραβήξαμε, μετανιώνω που δεν αγκάλιασα το μύλο έτσι όπως εκείνος αγκάλιασε εμάς και νιώθω τόσο μικρός που δεν μπορώ να κάνω κάτι για τη σωτηρία του.
Υπόσχομαι μόνο να επιτρέψω του χρόνου. Να του γνωρίσω καινούριους φίλους, να γεμίσουμε το χώρο με γέλια, να τραγουδήσουμε, να κάνουμε ένα τσιγάρο, να κάνουμε παρέα και να του δείξουμε ότι μπορεί να ανήκουμε σε μία άλλη γενιά, αλλά αγαπάμε το τόπο μας, σεβόμαστε τις παραδόσεις μας και πάνω από όλα δεν ξεχνάμε τις ρίζες μας.
Ο «γίγαντες» της ζωής μας, μπορεί να φαίνονται δυνατοί και τεράστιοι , μπορεί να μοιάζουν φτιαγμένοι από πέτρα, αλλά κατά βάθος, κρύβουν μέσα τους το πιο μικρό παιδί. Παίζει απλά ρόλο από ποια απόσταση τους πλησιάζεις…
Καλό χειμώνα γίγαντα. Εύχομαι να έρθει γρήγορα η άνοιξη γιατί σου αξίζει να έχεις γύρω σου τα πιο όμορφα λουλούδια.
Χρήστος Δασκαλάκης.