Κοιτούσα προσφάτως μια φωτογραφία από την τελευταία παρουσίαση των βιβλίων μου στο Μουσείο της Ύδρας, και το βλέμμα μου έπεσε πάνω μια γυναίκα, που πάντα θα αρνούμαι να πιστέψω ότι μεγάλωσε, σε ένα πρόσωπο που για χρόνια μαζί με τα αδέλφια της αποτελούσαν τους δικούς μου φύλακες Αγγέλους της παιδικής μου ηλικίας…
Αδέλφια στο σπίτι δεν υπήρχαν.
Παιχνίδια ελάχιστα.
Ένας σκύλος μόνο, αγαπημένος, αδυναμία μου μεγάλη που λάτρευα, και ένας γάιδαρος.
Με τον γάιδαρο δεν μπορούσα να πω και πολλά, με το σκύλο κάναμε τόσες αταξίες που πολλές φορές η μάνα μου μαζί με εμένα μάλωνε και τον σκύλο και τον λυπόταν τον καημένο η καρδιά μου.
Έτσι, η μοναδική διέξοδος ήταν τα τρία μου ξαδέλφια.
Όταν περνάγαμε με τους γονείς μου έξω από το σπίτι τους με κατεύθυνση το μικρό εξοχικό σπιτάκι του Αι-Νικόλα, ξαφνικά εγώ αρρώσταινα.
Έβγαινε στο μπαλκόνι η θεία μου, έβγαιναν τα ξαδέλφια μου, «τι έχεις Χρήστο» με ρωτούσαν, «πονάει η κοιλιά» μου απαντούσα εγώ. Μια εγώ με την κοιλιά, μια τα ξαδέλφια μου με τα παρακάλια, με άφηναν οι γονείς μου να περάσω το σαββατοκύριακο με τη θεία και τη γιαγιά μου για να μην γίνει χειρότερος ο πόνος.
Με το που έστριβαν οι γονείς μου στη γωνία, περνούσε ο πόνος, περνούσαν όλα.
Παίρναμε με τον ξάδελφο μου το ποδήλατο και σβούρα για την αυλή του Αγίου Κωνσταντίνου που ήταν μεγάλη και μπορούσαμε ανενόχλητοι να κάνουμε τις χαζές μας σούζες.
Ούτε και ξέρω πως περνούσε το Σαββατοκύριακο.
Γέλια, χαρές, παιχνίδια, διαολιές, παγωτά, φασαρία και κακό.
Ερχόταν η Κυριακή, και ένιωθα ξανά την κοιλιά μου να πονάει…
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, ο ξάδελφος παντρεύτηκε και έτσι απέκτησα δύο ακόμα ανιψάκια.
Τα καλοκαίρια έρχονται στο νησί, τρώμε μαζί παγωτό και τα φωτεινά τους χαμόγελα φέρνουν στο μυαλό μου όλες εκείνες τις διαολιές που κάναμε με τον πατέρα τους και που μας κόστιζαν λίγη παραπάνω καζούρα από τις αδελφές του.
Έχω χρόνια να πάω στο σπίτι της θείας. Χρόνια πολλά κάτοικος της Αθήνας, η κοιλιά μου δεν πονάει πια τόσο συχνά, πονάει μόνο η καρδιά μου λίγο όταν σκέφτομαι τα υπέροχα εκείνα χρόνια που δεν λένε πια να γυρίσουν πίσω…
Μεγάλωσαν οι φύλακες άγγελοι μου, μεγάλωσα και εγώ, χρόνια έχει φύγει από τη ζωή η γιαγιά, έφυγε και ο γάιδαρος, έφυγε και ο σκύλος…
Τώρα, καθώς φέρνω στο μυαλό μου όλες εκείνες τις εμπειρίες, τα γέλια, τις στιγμές, μια τρυφερότητα και μια γλυκιά μελαγχολία αγκαλιάζει τη ψυχή μου, μα δεν λυπάμαι, γιατί είχα την τύχη να τα ζήσω, να τα μοιραστώ, να τα γευτώ, και είχα επιπλέον τη χαρά να τα απολαύσω με την καλύτερη παρέα. Τους τρεις δικούς μου, υπέροχους, αλησμόνητους, πολυαγαπημένους τρεις σωματοφύλακες.
Σας ευχαριστώ τόσο μα τόσο πολύ για όσα κάνατε για εμένα και για όσα σιωπηλά αντέξατε για χάρη μου…
Ο ξάδελφος σας,
Χρήστος.