Αποσπάσματα από το βιβλίο της Μάρως Μαμβουνάκη “Ο αντίπαλος εραστής”
Ο χρόνος και η απόσταση προμηθεύουν στην καρδιά το πιο καταλυτικό υλικό του έρωτα: τις εξαίσιες ψευδαισθήσεις.
Αν οι εραστές εγνώριζαν μερικά τεχνικά μυστικά της αγάπης όσο της μηχανής του αυτοκινήτου τους ή του πλυντηρίου τους, θα μπορούσαν να κερδίζουν καταστάσεις ονειρικές, παρατάσεις έξαρσης, ενδιαφέρον πλούσιο, θα μπορούσαν ν’ αποφεύγουν την πλήξη και τη φθορά που πάντα καιροφυλακτούν πίσω κι απ’ τους πιο συνταρακτικούς έρωτες.
Όμως δεν γνωρίζουν ή, ακόμα χειρότερα, ακόμα κι όταν γνωρίζουν, δεν καταφέρνουν να εφαρμόσουν τίποτα. Οι θεωρητικοί της ψυχολογίας, οι ανθρωπολόγοι, οι φιλόσοφοι, στην πράξη της προσωπικής τους ζωής φέρονται όπως κι οι πιο ανίδεοι. Γιατί η ουσία του έρωτα είναι ανυπόμονη, εγωίστρια, σπασμωδική και ανόητη, ούτε ψυχραιμία ξέρει ούτε κοινό νου. Είναι το θεότυφλο έντομο που κουτουλά και ξανακουτουλά πάνω στον ηλεκτρικό γλόμπο που το καίει και το μαγνητίζει μέχρι να τσουρουφλιστεί…
….
Εκείνος την αγαπά κυρίως γι’ αυτά που σ’ αυτήν βρίσκει, ενώ εκείνη τον αγαπά κυρίως για όσα φαντάζεται πως του βρίσκει. Οι κάποιες νύξεις του χαρακτήρα του που της ερεθίζουν όσα επιθυμεί να του ανακαλύπτει, μεγαλοποιούνται και ωραιοποιούνται απ’ τη λαχτάρα της να τον προσαρμόζει στα προκατασκευασμένα της είδωλα.
…
Η επιθυμία να μας καταλαβαίνουν είναι απ’ τις πιο επιτακτικές και απιο αβασάνιστες επιθυμίες μας. Το κατά πόσο πραγματικά μας καταλαβαίνει κάποιος δεν είναι εύκολο να το κρίνουμε, αφού οι ίδιοι δύσκολα ανταλαμβανόμαστε τι μας γίνεται. Συνήθως λέμε πως μας καταλαβαίνουν όταν αυτό που καταλαβαίνουν μας κολακεύει.
….
Ο άντρας πίστευε στη σημασία της σεξουαλικής επαφής απόλυτα. Πίστευε στη δύναμη της ικανοποίησης που παίρνεις απ’ τον άλλο και που σε δένει πάνω του όπως σε τροφοδότη. Κι εκείνης της άρεσε ο έρωτάς τους αν όχι ιδιαίτερα γι’ αυτήν καθ’ εαυτή την πράξη, μα για πριν και για μετά. Για πριν της άρεσε πολύ, όταν αυτός ο άντρας, ερεθισμένος κι έτοιμος να την πάρει, σαν τεντωμένο τόξο που στόχευε μ’ όλη του την ύπαρξη, πρόθυμος να προσφέρει το βασίλειό του προκειμένου να τον δεχτεί στις σκοτεινές σπηλιές της για λίγα λεπτά. Κουτός να τον βλέπεις ψυχρά και μεγαλειώδης να τον κοιτάς με το μάτι του πάθους και της ώρας εκείνης. Αισθανόταν τότε μοναδική. Σαν πάνω της να έχουν συγκεντρωθεί όλες οι γυναίκες τους κόσμου και να τη μεταβάλλουν σε θεότητα, σε σύμβολο. Αναντικατάσταση για λίγα λεπτά έστω, απαράμιλλη με κάθε άλλη αξία, επιτακτική σαν τη σαρωτική διαδρομή της ηδονής μέχρι το σπασμό της.
Αυτή η αίσθηση της μοναδικότητάς της και της απεραντοσύνης της, ενισχυμένη απ’ την ερεθισμένη ερωτική φύση εκείνου, τη μεθούσε με μια αυτοϊκανοποίηση περισσότερη κι απ’ την ικανοποίηση που λάβαινε από το σύντροφό της. Ποιός αμφιβάλλει άλλωστε πως πολλά απ’ όσα απ’ την παρουσία κάποιου παίρνουμε δεν είναι παρά αυτά που εμείς οι ίδιοι έχουμε κι ο άλλος δε λειτουργεί παρά σαν αντλία νερού πάνω στο δικό μας υγρό χώμα.
Και για μετά της άρεσε ο έρωτάς τους, γιατί ήταν μια εκτυφλωτική μεταστροφή της εικόνας του που τόσο σύντομα από βίαιη γινόταν απαλή, από ακούραστη κουρασμένη, από αντρική παιδική, από άγρια τρυφερή. Αυτό το γρήγορα κινούμενο φάσμα τη μάγευε γιατί φαινόταν να τα περιέχρι όλα όπως φαίνεται να περιέχει ολόκληρη την αλφάβητο η φράση “Άλφα και ωμέγα”.
Τόσο πολύ της άρεσαν ο πρόλογος κι ο επίλογος του έρωτά τους που μπροστά τους η ερωτική πράξη εξασθενούσε στο μυαλό της κι είχε γίνει κυρίως το μέσον χάρη στο οποίο κέρδιζε αυτόν τον πρόλογο και επίλογο.
Όλα αυτά βέβαια, εκείνος δεν τα καταλάβαινε ακριβώς έτσι και πως είναι μάλιστα δυνατόν να του εξηγήσει και η ίδια όλες αυτές τις πολύπλοκες διαδικασίες της και τους μηχανισμούς της.
Άλλωστε η γοητεία του πάθους γεννιέται απ’ την αδυναμία ελέγχου του κι είναι φτωχές και μικρόψυχες οι απόπειρές μας να το ερμηνεύσουμε, να το αναλύσουμε, να το στριμώξουμε σε συνταγές και εξηγήσεις.
…
Σε αυτά τα συνειδησιακά της ξενύχτια, έλεγε μέσα της και όχι υποκριτικά για εύκολη δικαιολόγηση, πως υπάρχουν πτυχές της ύπαρξής της στερημένες και μοναξιασμένες όπου εκείνος, ο άντρας που συνδέεται, όχι μόνο δεν πλησιάζει αλλά ούτε που τις υποψιάζεται. Κι αν τώρα αυτή η νέα της και, σίγουρα, εφήμερη περιπέτεια της χαϊδεύει αυτές τις τόσο στερημένες γωνιές της, ποιός θα μπορούσε να της αρνηθεί τέτοιο δικαίωμα στον εαυτό της, στη ζωή της?
Δεν ζούμε για να παραδοθούμε σε κάποιον τυφλά αλλά για να σμιλέψουμε τον εαυτό μας παραδίδοντά τον σε ό,τι μας εμπνέει τέτοιες παραδόσεις. Βρίσκοντας και χάνοντας, βρίσκοντας και χάνοντας, ώσπου ν’ απομείνουμε μ’ ότι είναι να απομείνει ή να σβηστούμε.
….
Είναι κι η συνήθεια που δεν τολμούν να την αντικαταστήσουν και να μάθουν άλλη, είναι κι η αυτοπεποίθησή τους, που μέσα σ’ αυτή την κακορίζικη καθημερινότητα από παντού τραυματίζεται και τους αφαιρεί κουράγιο για κυνήγια ζωής, μέσα σε δάση και σε ζούγκλες. Είναι κι οι επιλογέες γύρω τους που όλο περιορίζονται με τα χρόνια. Είναι κι ο μικροπραγματευτής μέσα τους που δε ρισκάρει εύκολα οτιδήποτε κεκτημένο, ακόμα κι αν κατά βάθος το περιφρονεί. Είναι που γερνώντας γίνεσαι πιο δειλός. Αν θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία, πού να τα βρεις και τι να στα εμπνεύσει?
Είμαστε τόσο λίγοι! Σε καλοσύνες και σε κακίες λίγοι, γιατί και το κακό θέλει κότσια.
Μεγαλώνουν και με τα χρόνια γίνονται όλο και πιο διστακτικοί και πιο φρόνιμοι. Όχι τόσο από σύνεση όσο από φόβο. Φοβούνται να χωριστούν γιατί φοβούνται να μείνουν μόνοι και φοβούνται να μείνουν μόνοι γιατί τους φοβίζει το άγνωστο μυστικό πρόσωπό τους…
Όσο γερνούν, μετά από τέτοιους καβγάδες και με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, καταλήγουν να σκέφτονται, “υπάρχουν και χειρότερα”, αντί “υπάρχουν και καλύτερα” που σκέφτονταν πιο νέοι. Φοβούνται τώρα το φόβο τους και ξέρουν πως ο φόβος όταν είσαι μόνος μεγαλώνει, γίνεται τέρας. Αισθάνονται πως στο τέλος-τέλος οι επιλογές τους εξαντλήθηκαν από άπειρες σε δύο: το σύντροφό σου με τα κουσούρια τους ή το τέρας της μοναξιάς σου, την αντιπαράθεση με τον εαυτό σου τον ανυπόφορο.
…
Θέλουμε δε θέλουμε, υπάρχουν και κάποιες σταγονίτσες ποίησης στη ζωή μας και στην ψυχή μας που σώζουν την κατάσταση και μας εξαγνίζουν, ανυψώνουν το αγχώδικο εικοσιτετράωρό μας που και που και το τινάζουν στο άχρονο.
…
Η έλλειψη όπως η πείνα σε κάνει να υπερβαίνεις τον καθημερινό εαυτό σου, να εκστασιάζεσαι και να οραματίζεσαι. Όπως ο αλλόπαρμένος ασκητής, περπατάς σε σύννεφα και μιλάς μ’ αγγέλους, τον άγγελο της στέρησής του.
Τίποτα δεν ομορφαίνει περισσότερο ένα πρόσωπο όσο η δυσκολία, η απόσταση, η άρνηση.
Τίποτε δεν σε σπρώχνει ορμητικότερα προς κάποιον όσο το εμπόδιο να τον πλησιάσεις. Κι αυτοί έχουν βάλει εμπόδια ανάμεσά τους πανύψηλα, εμπόδια όπως ο εγωισμός τους, η απόφασή τους να μη συναντηθούν ποτέ πιά, ο σεβασμός στις οριστικές δηλώσεις τους, πάλι ο εγωισμός τους. Εμπόδια που τους ζαλίζουν απ’ τον πόθο να τα υπερπηδήσουν.
…
Γιατί ο έρωτας είναι πιο πολύ απρόσωπος παρά προσωπικός, τον σφιχτοδένουμε μ’ ένα πρόσωπο γιατί έτσι έχουμε αποφασίσει να είναι. Όσα μαθαίνουμε, όσα μας επιβάλλονται, όσα ο δεδομένος ρομαντισμός της καρδιάς μας αποζητά, μας βάζουν να πιστεύουμε πως ο άλλος, ο μοναδικός, είναι που μας εμπνέει την αγάπη.
Αλλά ο έρωτας είναι από μέσα μας, στοιχείο υγρό, παλλόμενο, εκρηκτικό, που πιέζει τα τοιχώματα του κορμιού μας. Έρχεται κάποιος, μας αγγίζει, με τη ματιά του, με το χέρι του, με το σώμα του, με τη φωνή του και αναβρύζει συντριβάνι. Όμως, κι αν τούτος ο κάποιος χαθεί, αυτό που μέσα μας φουσκώνει δε χάνεται. Μένει εκεί, βασανίζεται και πάντα συνειδητά ή ανομολόγητα ψάχνει: για τον αγαπημένο, τον συγκεκριμένο και τον αόριστο.
…
Οι σπουδαίοι έρωτες, οι σπουδαίες μοναξιές, οι σπουδαίες ελευθερίες θέλουν αίμα. Όλοι ονειρεύονται τη λάμψη τους αλλά τρέμουν και την παραμικρή αμυχή στο κορμί τους. Ο κόσμος πηγαίνει το πρωί στη δουλειά ακούγοντας ρομαντικά τραγούδια στο κασετόφωνο, γράφει στιχάκι και τα κρύβει στα λογιστικά του κατάστιχα, ενθουσιάζεται με την κατάληψη της Βαστίλης καθισμένος μπροστά στην τηλεόραση του σαλονιού του και ξενυχτά για κάποια συγκλονιστική γυναίκα πλάι στην κοιμισμένη του σύζυγο.
Καλά κάνουν και δειλιάζουνε και δεν κάνουν ρούπι απ’ το κασετόφωνο, απ’ το γραφείο, απ’ το σαλόνι, απ’ το συζυγικό κρεβάτι. Η ελευθερία, όταν δεν είσαι καμωμένος απ’ την ουσία της, όταν δε γνωρίζεις τους χειρισμούς της, είναι στυγνή, αδέκαστη, σε στέλνει στη σκληρότερη εξορία: στη μοναξιά σου, στο υγρό δωμάτιο του αντίπαλου εαυτού σου.