Το τηλέφωνο χτυπούσε σαν τρελό. Το κεφάλι του βούιζε.
Εκείνη.
Δεν ήθελε να της μιλήσει. Όχι εκείνη τη στιγμή.
Σηκώθηκε. Ένας κόμπος στο λαιμό του.
Η ανάσα του έβγαινε με δυσκολία. Πνιγόταν!
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Ήταν ήδη μεσάνυχτα.
Περπατούσε σα χαμένος στους έρημους δρόμους της πόλης.
Οι σκέψεις σαν τρελές χτυπούσαν με αβυσσαλέα λύσσα την καρδιά και την ψυχή του.
Κοντοστάθηκε. Έπιασε το κεφάλι του. Δεν ήθελε να ακούει άλλο τις ερινύες του συμβιβασμού.
Κοίταξε τον ουρανό. Εκείνο το βράδυ το φεγγάρι ήταν κόκκινο. Σα να ξεπήδησαν οι φλόγες της καρδιάς του και να το έκαψαν και αυτό.
Τότε μια κραυγή βγήκε από μέσα του και έκανε σλάλομ ανάμεσα απο τους τοίχους των σπιτιών στον άδειο δρόμο.
«Γιατί;»
Τότε τη νηνεμία της βραδιάς ένας άγνωστος άνεμος ήλθε να ταράξει.
Ένας άνεμος που έγινε ψίθυρος. Τα λόγια της Μαλβίνας :
Το βλέπεις, βλάκα μου, το λάθος. Και το αποσιωπάς. Γιατί το έχεις ανάγκη. Και το αξιώνεις μόνο σε μια περίπτωση το λάθος πρόσωπο: για να το απαξιώσεις σύντομα. Για να μη δεσμευτείς. Για να μείνεις μόνος!
Σκέφτηκε εκείνη τότε.
Την έντυσε με ό,τι πιο πολύτιμο είχε. Έπειτα ερωτεύτηκε αυτό που έφτιαξε ο ίδιος. Στο μυαλό του. Όχι την ίδια.
Την έβαλε στο διάδρομο απογείωσης και της χάρισε ένα θρόνο ανάμεσα στα αστέρια του δικού του ουρανού.
Λίγα δευτερόλεπτα όμως αρκούν για την εκθρόνιση.
Όσο δύσκολη είναι η άνοδος άλλο τόσο εύκολη είναι η κάθοδος.
Γκρεμοτσακίζεται ο άλλος μπροστά στα μάτια σου μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων.
Γίνεται κομμάτια. Έπειτα ο χρόνος έρχεται και τα μαζεύει και τα σκορπίζει στους ορίζοντες της λήθης.
Και τότε με ένα τρόπο μαγικό εξαφανίζεται από μπροστά σου.
Ούτε η μνήμη είναι ικανή να τον κρατήσει ζωντανό.
Ο άνεμος τώρα από ψίθυρος έγινε παγωνιά. Ψύχος στην καρδιά του.
Δεν την ήθελε πλέον.
Το μυαλό την είχε πετάξει έξω. Η καρδιά είχε παγώσει.
Για τη γυναίκα που μέχρι πριν από λίγο πάλευε. Πονούσε. Διεκδικούσε.
Το απέραντο κενό ήλθε να τα σαρώσει όλα.
Έτσι ξαφνικά.
Όπως μπήκε στη ζωή του.
Η εικόνα της έγινε συντρίμμια.
Δε στενοχωρήθηκε. Απλά ήταν ακόμα μια απόδειξη ότι η επιλογή του ήταν απόρροια της αδυναμίας του να δεθεί.
Του φάνηκε να ακούει τη Μαλβίνα να γελάει ειρωνικά :
«Όποιος αναγνωρίζει εξαρχής το λάθος πρόσωπο και όμως τσαλαβουτάει – αυτός φταίει.. Για να νιώσεις ανώτερος από τον εσφαλμένο. Γιατί από το λάθος πρόσωπο έχεις πάντα τη δυνατότητα να το σκάσεις με όσο το δυνατόν λιγότερη οδύνη. Με απώλειες μηδαμινές».
Χαμογέλασε ειρωνικά.
Όξω απ΄ την παράγκα οι αταίριαστοι. Nα τους αγαπάμε. Να τους θυμόμαστε με τρυφερότητα. Τους χρησιμοποιήσαμε. Το πληρώσαμε, πρώτοι εμείς. Γιατί ο λάθος άλλος στην ουσία δεν φταίει. Δεν σου κρύφτηκε. Εκεί που εσύ αναγνώρισες το αταίριαστο, αυτός κατά πάσα πιθανότητα είδε το ταιριαστό. Και δεν φταίει αυτός. Του το έπαιξες καλά.
Ήταν λοιπόν ο φόβος του να δεθεί; Αυτός έκανε την καρδιά του να διψάει και τα βράδια του να τρέχει στην ασφάλεια της μοναξιάς;
Αυτή τουλάχιστον ήταν βουβή μπροστά του.
Δεν τον τρόμαζε…
Ό,τι επιθυμούσε άραγε θα το έβρισκε;
Αυτό που θα έσπαγε τους φραγμούς του και θα πλησίαζε τη ζεστασιά της καρδιάς του χωρίς να φοβηθεί μήπως καεί;
Με πόση άραγε μοναξιά και λάθος επιλογές έπρεπε να πληρώσει ;
Now I know that when it’s right it’s so amazing
When it’s wrong you gotta let it go
Now I know
Now I know
*συνεχίζεται
τα δύο προηγούμενα μέρη θα τα βρείτε εδώ : Ο κύριος Ατσαλάκωτος και ο κύριος Ατσαλάκωτος και η αλήθεια